Με το ΔΝΤ να επιμένει στις ακραίες απόψεις του και την ΕΕ να μη διαχωρίζει τη θέση της άρχισε χθες η αντιπαράθεση υπουργείου Εργασίας - Θεσμών για τα εργασιακά.
Η σύντομη συνάντηση με την υπουργό εργασίας Εφη Αχτσιόγλου ήταν αρκετή όμως για να διαπιστωθεί ότι οι δανειστές δεν μετακινήθηκαν βήμα από τον Οκτώβριο του 2016, όταν ο προκάτοχός της κ. Κατρούγκαλος κατηγορούσε το ΔΝΤ ως «ακραίο παίκτη που υψώνει τοίχος στα εργασιακά».
Σύμφωνα με ανώτατο αξιωματούχο, το ΔΝΤ αρνείται να αποδεχθεί τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές και να ανάψει το πράσινο φως για την επιστροφή των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Οι εκπρόσωποι της Κομισιόν στους οποίος πόνταρε η ελληνική πλευρά, δε διαχωρίζουν τη θέση τους από το ΔΝΤ.
Από την προηγούμενη επίσκεψή τους στην Αθήνα, οι δανειστές είχαν κάνει ξεκάθαρο ότι δεν δέχονται την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ρύθμισης και της επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων, που θέτει το υπουργείο Εργασίας.
Το ΔΝΤ εμφανιζόταν αμετακίνητο ότι η Αθήνα δεν πρέπει να πάρει πίσω «μεταρρυθμίσεις» του 2012, θέτοντας έτσι στον «πάγο» τις επιδιώξεις για επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων.
Σε ενιαίο μέτωπο, οι θεσμοί ζητούσαν από την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας να ευθυγραμμίσει τα κατώτατα όρια απολύσεων με την υπάρχουσα κοινοτική οδηγία (98/59/ΕΚ). Δηλαδή το επιτρεπτό όριο των ομαδικών απολύσεων να αυξηθεί από 5% σε 10% μηνιαίως.
Παράλληλα, και παρά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ζητούν από την ελληνική πλευρά να αντικαταστήσει το σημερινό σύστημα της εκ των προτέρων έγκρισης των ομαδικών απολύσεων από τον υπουργό Εργασίας, με ένα διοικητικό σύστημα κοινοποίησης του πλάνου ομαδικών απολύσεων, μέσω του οποίου θα εξασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης με τα όσα προβλέπει ο νόμος για πληροφόρηση και διαβούλευση με τους εργαζομένους.
Στην πράξη, ζητείται η μετάβαση από την εκ των προτέρων έγκριση στον εκ των υστέρων έλεγχο νομιμότητας των απολύσεων. Υπενθυμίζουμε ότι το Ευρωδικαστήριο με την απόφασή του για την υπόθεση της ΑΓΕΤ δέχθηκε την διαδικασία προέγκρισης, ζήτησε όμως αλλαγές στα κριτήρια βάσει των οποίων η εκάστοτε αρχή θα στηρίζεται για να αποφασίσει.