Η διάλυση της κάποτε κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης, άφησε πολλά προβλήματα στα κράτη διαδόχους της. Κανένα, ακόμα και η ισχυρή Ρωσία, δεν ξέφυγε από τον γενικό κανόνα. Οι καταστροφικές επιπτώσεις άγγιξαν και τα κράτη της κεντρικής Ασίας, τα οποία από τη μία στιγμή στην άλλη είδαν το μέλλον τους να αλλάζει.
Όταν καταστρέφεται μία πολύ ισχυρή κρατική υποδομή, ειδικά αν αυτή είναι πολυπολιτισμική, συχνά ένας απροσδόκητος παράγων έρχεται στο προσκήνιο που σχετίζεται με εθνικά θέματα. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην Τσετσενία, μία σχετικά “άγνωστη” περιοχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Οι δύο πόλεμοι που έκανε η Ρωσία για να καταπνίξει την τσετσενική “επανάσταση”, βάφτηκαν στο αίμα και κόστισαν πολλά εκατομμύρια. Η περιοχή έχει γίνει εν πολλοίς θέατρο τρομοκρατικών επιθέσεων από ακραίους ισλαμιστές αυτονομιστές, που ακόμα και σήμερα επιθυμούν την ανεξαρτησία, ενώ πολλές οργανώσεις έχουν καταγγείλει σωρεία καταπατήσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι αψιμαχίες βέβαια συνεχίζονται ακόμη και σήμερα, όμως η Ρωσία έχει πλέον σβήσει κάθε σοβαρή απόπειρα εναντίον της εδαφικής της ακεραιότητας. Τον Μάρτιο του 2003, ψηφίστηκε ένα νέο σύνταγμα στην Τσετσενία που της έδινε διευρυμένο βαθμό αυτονομίας.
Πολλοί βέβαια δεν το αποδέχτηκαν και το μποϊκόταραν, ο ίδιος ο Akhmad Kadyrov σκοτώθηκε στις αρχές του 2004. Ο γιος του, Ramzan Kadyrov απέκτησε σταδιακά δύναμη και με τη θερμή στήριξη του Πούτιν το 2007, ανέλαβε την προεδρία της περιοχής.
Σε μια περίοδο που ήδη διασχίζεται από πολλές κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις στον Βόρειο Καύκασο, ενδεικτική είναι η παρέμβαση στο Instagram από τον νεαρό λοχαγό Iljas Soltaev, διοικητή του ειδικού τάγματος "K".
Ο Σολτάεφ έγραψε, ότι «οι Τσετσένοι είχαν εξολοθρεύσει τους ομοσπονδιακούς και χιλιάδες Ρώσοι κατακτητές κείτονταν νεκροί στους δρόμους του Γκρόζνι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1995», υπενθυμίζοντας τις δραματικές μέρες του πολέμου της Τσετσενίας την περίοδο των Ελτσινίων.
Ο Σολτάεφ, αποκαλεί ανοιχτά τους Ρώσους στρατιώτες «εκείνα τα γουρούνια», όπως τον διδάσκουν από την παιδική του ηλικία, και δεν φαίνεται να είναι ένα πρόβλημα που περιορίζεται σε κάποιες φανατικές ομάδες.
Τα οικονομικά και διοικητικά μέσα που επενδύονται για την υποστήριξη της επίσημης ιδεολογίας, που περιλαμβάνουν την εμμονική υπεράσπιση της «ιστορικής μνήμης» που στηρίζεται στις ανάγκες της καθεστωτικής πολιτικής, φαίνεται να είναι όλο και λιγότερο αποτελεσματικά.
Αν και η Τσετσενία ηγείται για περισσότερα από 20 χρόνια από έναν πολύ πιστό του Πούτιν, τον Ramzan Kadyrov, η Τσετσενία εμφανίζεται όλο και περισσότερο ως ένα «κράτος εν κράτει», για να μην αναφέρουμε τη σπλαχνική αντίδραση των Τατάρων του Καζάν στην εξάλειψη του τίτλου του «προέδρου» του Ταταρστάν ( με απόφαση του Πούτιν ), με παρόμοιες διαμαρτυρίες σε πολλές περιοχές του Καυκάσου και της Σιβηρίας.
Στο Γκρόζνι και στο Μάγκας (πρωτεύουσα της Ινγκουσετίας), γιορτάζεται και πάλι η εποχή των Βαϊνάτσι, των αρχαίων καυκάσιων φυλών από τις οποίες προέρχονται οι Τσετσένοι και οι Ινγκούσιοι. Όπως και στο παρελθόν, οι επιδρομείς των βουνών τρέφονται με τα λάφυρα των γειτονικών λαών, όπως κάνουν τώρα απομυζώντας τα ειδικά χαρίσματα που παραχώρησε η Μόσχα σε αυτούς τους λαούς, μετά τις συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990.
Η ελκυστικότητα του ρωσικού «sobornost», της πνευματικής ένωσης στο όνομα της υπεράσπισης των μεγάλων ηθικών και θρησκευτικών αξιών, δεν εδραιώνεται ούτε στο επίπεδο του διαθρησκευτικού διαλόγου, παρά την αφοσίωση των Τατάρων και των μουλάδων της Σιβηρίας στην υπόθεση μεγάλη Ρωσία.
Τα πρόσφατα γεγονότα στο Αφγανιστάν, αναζωπύρωσαν επίσης τα επιθετικά αισθήματα των μουσουλμανικών ομάδων στην Τσετσενία, που τώρα εξυμνούν τη φιγούρα του Σολτάεφ, που αποκαλείται «Τσετσένος αξιωματικός» σαν να ήταν από ανεξάρτητο στρατό.
Οι Ρώσοι δεν μπορούν να αγαπηθούν από τους Καυκάσιους «αδερφούς» τους και από πολλές άλλες εθνικότητες, που μετά βίας τους ανέχονται με εμφανή εχθρικά αισθήματα στην καρδιά τους, ως ολοένα και πιο αλαζονικούς ιμπεριαλιστές.
Το εθνικό ζήτημα γίνεται ξανά αισθητό στη Ρωσία με ανησυχητικούς τόνους, καθώς ο Πρόεδρος Πούτιν και η κάστα στην εξουσία, παράγουν τη μέγιστη προσπάθεια προπαγάνδας για την οικοδόμηση μιας «μεγάλης ενωμένης πατρίδας» σε όλα τα εδάφη της Ομοσπονδίας.
Η υπερεθνικιστική καμπή του Πούτιν, που γιορτάστηκε πέρυσι με το νέο Σύνταγμα και στη συνέχεια υποστηρίχθηκε από μια σειρά όλο και πιο ασφυκτικών νόμων και διατάξεων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα ξέσπασμα εσωτερικών συγκρούσεων εντός της Ομοσπονδίας, ξεκινώντας από τον τρίτο πόλεμο της Τσετσενίας.
Αυτός είναι και ο λόγος που η Ρωσία προσπαθεί να επιβάλει στους Δυτικούς, την αρχή της «μη διεύρυνσης» του ΝΑΤΟ στις πρώην σοβιετικές χώρες, χρησιμοποιώντας το όπλο της απειλής για την Ουκρανία, ενώ στην πραγματικότητα προσπαθεί απλώς να συγκρατήσει τις πολλές φυγόκεντρες δυνάμεις της η αυτοκρατορία της.