Μετά το τηλεφώνημα του υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Μάικ Πομπέο στον Τούρκο ομόλογό του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ακολούθησε η συνομιλία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον Ταγίπ Ερντογάν. Σύμφωνα με την επίσημη ενημέρωση, οι δύο υπουργοί συζήτησαν θέματα της Μέσης Ανατολής και οι δύο πρόεδροι συνομίλησαν βασικά για την κατάσταση στη Λιβύη.
Λεπτομέρειες για τις συνομιλίες αυτές δεν έγιναν γνωστές, άρα δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να καταγράψουμε αναφορές στην Ελλάδα και γενικά στην τουρκική παραβατικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν έχουμε τέτοια πληροφόρηση, τουλάχιστον αυτές τις ώρες.
Η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να προσπαθήσει -με διάφορους τρόπους- να πείσει τον πρόεδρο της Τουρκίας να «ηρεμήσει», είναι μία καλή εξέλιξη, αν και στην Ελλάδα «κάψαμε» την όποια κίνηση πριν ακόμα εκδηλωθεί. Δυστυχώς, ακόμα και τα εθνικά θέματα γίνονται αντικείμενο κομματικών καυγάδων και άνευ σημασίας αντιπαράθεσης, με αποτέλεσμα να μην μας παίρνουν σοβαρά όσοι ξένοι θα ήθελαν να βοηθήσουν. Πρόκειται για μία απόλυτη παθογένεια του πολιτικού συστήματος. Πρόκειται για «αρρώστια».
Τα ίδια και τα αυτά ζήσαμε και τον Οκτώβριο του 2017, όταν επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Ας μην τα επαναλαμβάνουμε και χαλάμε τις καρδιές μας. Είναι τόσο προβλέψιμοι οι πολιτικοί μας. Ό,τι έκαναν οι Νεοδημοκράτες στον κ. Τσίπρα, τα έκαναν οι Συριζαίοι στον κ. Μητσοτάκη. Και φαντάζομαι, ότι όταν αλλάξουν οι ρόλοι πάλι τα ίδια θα έχουμε.
Πάντως, είμαστε ενώπιον μίας πολύ δυσάρεστης κατάστασης στο επίπεδο της σοβαρότητας. Οι ξένοι, που θα ήθελαν να βοηθήσουν να τερματιστεί μία απαράδεκτη κατάσταση, την οποία δημιουργεί η Τουρκία, γιατί να σπεύσουν να δώσουν ένα χέρι βοήθειας, όταν βλέπουν την κατάντια του πολιτικού συστήματος;
Πέραν το παραπάνω, το βασικό ερώτημα είναι αν μπορούν, και πόσο μπορούν να βοηθήσουν οι Αμερικανοί.
Εάν οι όποιες προσπάθειες γίνουν σε χαμηλό διπλωματικό επίπεδο, η Τουρκία δεν θα δώσει την παραμικρή σημασία. Με όλο το σεβασμό στους Αμερικανούς διπλωμάτες, οι οποίοι -έτσι κι αλλιώς- αντιπροσωπεύουν και υπηρετούν τον πρόεδρο της υπερδύναμης στο εξωτερικό, δεν θα εισακουστούν από τον Ερντογάν. Η Τουρκία δεν είναι μία «νορμάλ» χώρα, όπου το μήνυμα των διπλωματών εκλαμβάνεται ως μήνυμα του αρχηγού ενός κράτους ή μίας κυβέρνησης. Στην Τουρκία αποφασίζει μόνο ο Ερντογάν και στις πλείστες των περιπτώσεων συναντά τους ξένους πρέσβεις όταν δίνουν διαπιστευτήρια και όταν αποχωρούν.
Άρα, στην περίπτωση της Αμερικής, πρέπει να τηλεφωνήσουν ο πρόεδρος Τραμπ, ο αντιπρόεδρος Πενς ή ο υπουργός Εξωτερικών Πομπέο. Όλοι οι άλλοι δεν έχουν καμία τύχη.
Πιστεύω ότι αν η συζήτηση δεν συνοδεύεται από …μαστίγιο, δεν θα έχουν καμία επιτυχία οι Αμερικανοί αξιωματούχοι. Οπότε, δεν πρέπει να έχουμε πολλές ελπίδες ότι η αμερικανική προσπάθεια θα επιτύχει.
Και αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα.
Απ’ εκεί και πέρα. Ακούω και διαβάζω όλες αυτές τις αναλύσεις ότι οι Αμερικανοί δεν κάνουν τίποτα, ότι κοροϊδεύουν τους Έλληνες ηγέτες, ότι πάντα υποστηρίζουν την Τουρκία. Δεν είναι λάθος οι αναλύσεις, διότι όταν ερχόμαστε στο διά ταύτα, οι φίλοι μας από τις ΗΠΑ δεν κάνουν το έξτρα βήμα που απαιτείται. Ναι, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από το 2016 μέχρι σήμερα. Και όσο και να θυμώνουν αρκετοί, η συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα ήταν σημαντική. Όμως, και ενώ η διπλωματική και στρατιωτική συνεργασία είναι απόλυτη, οι Αμερικανοί σταματούν μπροστά στην Τουρκία. Είναι ως να πρόκειται για «κατάρα». Για «ανάθεμα»… Δεν ξέρω πως αλλιώς να το χαρακτηρίσω.
Όλα τα βέλη, λοιπόν, κατευθύνονται εναντίον της Αμερικής. Και ξεχνάμε ότι η μόνη χώρα στον κόσμο που έχει επιρροή και ισχύ επί της Τουρκίας είναι η Ρωσία. Οι Αμερικανοί παραδέχονται όταν συνομιλεί κανείς μαζί τους ότι μόνο ο Βλαντιμίρ Πούτιν ελέγχει τον Ερντογάν.
Όμως, δεν πρόκειται να τον επηρεάσει, επειδή οι σχέσεις της Αθήνας με τη Μόσχα, από την εποχή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Οπότε γιατί να μας εξυπηρετήσει ο «ξανθός ηγέτης». Και δεύτερο, αλλά πιο σημαντικό: η πληγή που άνοιξε η Τουρκία στο ΝΑΤΟ είναι πολύ μεγάλη και εξυπηρετεί τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της Ρωσίας.
Οπότε δεν έχουμε τύχη. Δεν «βλέπω» αλλαγή της στάσης της Τουρκίας, διότι ο κ. Τραμπ δεν θα συνοδεύσει το αίτημα του για αποκλιμάκωση με «μαστίγιο» και ο κ. Πούτιν δεν θα δράσει εναντίον των συμφερόντων του...