Οι περισσότεροι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και επενδυτές στρουθοκαμήλιζαν στην έναρξη της πανδημίας του κορωνοϊού αναφορικά με τον αντίκτυπό της στην οικονομία και μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου θεωρούσαν εσφαλμένα ότι οι επιπτώσεις θα ήταν βραχύβιες και εστιασμένες κυρίως στην Κίνα.
«Τι θα γίνει όμως αν διαρκέσει περισσότερο;», διερωτάται o ιδρυτής της δεξαμενής σκέψης OPEΝ, Φίλιπ Λεγκρέν, που είχε διατελέσει την τριετία 2011-2014 οικονομικός σύμβουλος του προέδρου της Κομισιόν; Μπορεί η πανδημία του κορωνοϊού να αποτελέσει το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της εποχής της παγκοσμιοποίησης;
Όπως επισημαίνει ο συνεργάτης του European Institute του London School of Economics σε άρθρο του στο Foreign Policy, η πανδημία του κορωνοϊού ανέδειξε τις αρνητικές πτυχές της εκτεταμένης διεθνούς ενσωμάτωσης, φουντώνοντας παράλληλα το φόβο για τους αλλοδαπούς και νομιμοποιώντας τους εθνικούς περιορισμούς στο παγκόσμιο εμπόριο και τις μετακινήσεις των ανθρώπων. «Ξαφνικά όλα τα είδη των επιχειρήσεων αντιλήφθηκαν τους κινδύνους που συνεπάγεται η εξάρτηση από περίπλοκες παγκόσμιες τροφοδοτικές αλυσίδες όχι μόνον γενικά στην Κίνα, αλλά και σε συγκεκριμένες περιοχές όπως η Ουχάν, το επίκεντρο δηλαδή της επιδημίας. Οι Κινέζοι και τώρα Ιταλοί, Ιρανοί και άλλοι άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως ευρέως ως διασπορείς της Covid-19, ενώ ηγετικά στελέχη των Ρεπουμπλικανών στις ΗΠΑ βάφτισαν τη νόσο “κινεζικό κορωνοϊό”. Την ίδια ώρα κυβερνήσεις διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων έσπευσαν να επιβάλουν απαγορεύσεις στα ταξίδια και περιορισμούς στις εξαγωγές. Η σχετική απαγόρευση στις περισσότερες αφίξεις από την Ευρώπη που επέβαλε τον περασμένο μήνα ο Ντόναλντ στις ΗΠΑ δεν είναι η μοναδική περίπτωση και τα μέτρα αυτά καθιστούν πιο εθνικές τις οικονομίες και πιο εθνικιστικές τις πολιτικές», γράφει.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην τροφοδοτική αλυσίδα
Ο Φίλιπ Λεγκρέν σημειώνει ότι η πανδημία του κορωνοϊού πιθανότατα θα έχει μια μακροπρόθεσμη επίπτωση καθώς ενισχύει τάσεις, που υπονομεύουν την παγκοσμιοποίηση, καταφέρνοντας καίριο πλήγμα στις διεθνείς τροφοδοτικές αλυσίδες, μειώνοντας τις μετακινήσεις επιχειρηματιών ανά την υφήλιο και παρέχοντας γόνιμο πολιτικό έδαφος σε εθνικιστές που τάσσονται υπέρ ενός μεγαλύτερου προστατευτισμού των οικονομιών και αυστηρότερων ελέγχων στις μεταναστευτικές ροές.
«Ιδιαίτερα κινδυνεύουν οι περίπλοκες τροφοδοτικές αλυσίδες που εστιάζονται στην Κίνα και από τις οποίες εξαρτώνται πολλές δυτικές εταιρείες. Το πλεονέκτημα του μειωμένου κόστους παραγωγής στην Κίνα έχει διαβρωθεί τα τελευταία χρόνια καθώς η χώρα έγινε πλουσιότεροι και οι μισθοί αυξήθηκαν. Τους κινδύνους είχε υπογραμμίσει η επιβολή από τον Ντόναλντ Τραμπ τα δύο προηγούμενα χρόνια τιμωρητικών δασμών σε εισαγωγές από την Κίνα αναγκάζοντας επιχειρήσεις να αναζητούν εναλλακτικές. Και μολονότι η συμφωνία του Ιανουαρίου σηματοδότησε μια εύθραυστη εκεχειρία στον σινο-αμερικανικό εμπορικό πόλεμο, οι κίνδυνοι της παραγωγής στην Κίνα παραμένουν. Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότερο την Κίνα ώς έναν μακροπρόθεσμο στρατηγικό αντίπαλο, που πρέπει να περιοριστεί. Και δεν πρόλαβαν να πέσουν οι τόνοι στον εμπορικό πόλεμο, όταν εμφανίστηκε ο κορωνοϊός. Το παρατεταμένο λουκέτο σε πολλά κινεζικά εργοστάσια οδήγησε σε μείωση των εξαγωγών κατά 17% το πρώτο δίμηνο του τρέχοντος έτους εν συγκρίσει με το προηγούμενο και προκάλεσε τεράστια προβλήματα στην παραγωγή ευρωπαϊκών αυτοκινήτων, έξυπνων κινητών και άλλων καταναλωτικών αγαθών», γράφει σημειώνοντας ότι η κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού μπορεί να αποτελέσει το ορόσημο, που θα ωθήσει πολλές επιχειρήσεις να αναπροσαρμόσουν τις τροφοδοτικές αλυσίδες τους και να επενδύσουν σε πιο ανθεκτικά και συχνά πιο τοπικά μοντέλα παραγωγής.
Όπως υπογραμμίζει ο Βρετανός πρώην οικονομικός σύμβουλος του Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, μεταξύ των επιλογών είναι η διεύρυνση της τροφοδοτικής αλυσίδας σε άλλες ασιατικές χώρες, όπως το Βιετνάμ και η Ινδονησία, ή η μεταφορά της παραγωγής αμερικανικών επιχειρήσεων π. χ. στο Μεξικό και των ευρωπαϊκών σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης και την Τουρκία, καθώς και η επενδύσεις σε ρομποτικές τεχνολογίες και στην τρισδιάστατη εκτύπωση ειδικά σε ανεπτυγμένες οικονομίας.
Τα επιχειρηματικά ταξίδια και η τηλεργασία
Μια άλλη συνέπεια, όπως αναφέρει, ίσως είναι η μείωση των επιχειρηματικών ταξιδιών και η ανάδειξη των πλεονεκτημάτων των τηλεδιασκέψεων και της τηλεργασίας. Λόγω των μέτρων που έχουν λάβει κυβερνήσεις ανά την υφήλιο εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού τα διεθνή επαγγελματικά ταξίδια έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο ενώ αυξάνεται ολοένα και περισσότερο ο αριθμός των εργαζομένων εξ’ αποστάσεως.
«Έτσι οι επιχειρήσεις ίσως ανακαλύψουν ότι ενώ είναι ενίοτε αναγκαίες οι συνεδριάσεις ενώπιος ενωπίω, οι εναλλακτικές που προσφέρει η τεχνολογία συχνά αρκούν και επίσης στοιχίζουν λιγότερο σε χρόνο, χρήμα και την οικογενειακή ζωή. Σε μια εποχή που αυξάνονται οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις των ρύπων των αεροσκαφών στο κλίμα και πολλές επιχειρήσεις ενδιαφέρονται να υπογραμμίσουν την προσήλωσή τους στην προστασία του περιβάλλοντος, υπάρχουν λόγοι και οικονομικοί, αλλά και περιβαλλοντικοί που μπορεί να μειωθούν τα επιχειρηματικά ταξίδια», αναφέρει.
Η πανδημία του κορωνοϊού «όπλο» στα χέρια των εθνικιστών
Μια άλλη, ίσως η σπουδαιότερη κατά τον Λεγκρέν, συνέπεια της πανδημίας είναι ότι αξιοποιείται ως «όπλο» από εθνικιστές που ζητούν αυστηροποίηση των ελέγχων για τη μετανάστευση και είναι θιασώτες του οικονομικού προστατευτισμού.
Η ταχύτητα και το εύρος της διασποράς του νέου κορωνοϊού στον πλανήτη ανέδειξε πόσο ευάλωτοι είναι οι πληθυσμοί σε θεωρητικά μακρινές εξωτερικές απειλές. Η πανδημία εξαπλώθηκε από τη Νέα Υόρκη και ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και μεγαλουπόλεις μέχρι σε επαρχιακά αστικά κέντρα. Κι ενώ πολλοί ηγέτες που συμμερίζονται ένα διεθνοποιημένο όραμα μίλησαν για την ανάγκη διασυνοριακής συνεργασίας, πολλές κυβερνήσεις, ανάμεσά τους και θεωρητικά φιλελεύθερες, επέβαλαν περιορισμούς στα ταξίδια και το εμπόριο, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της κεντροαριστερής Νεοζηλανδής πρωθυπουργού Τζασίντα Αρντερν, που έκλεισε τα σύνορα της χώρας της σε ταξιδιώτες από την Κίνα, ενώ στην ΕΕ Γαλλία και Γερμανία απαγόρευσαν τις εξαγωγές μασκών και καμία από τις 26 κυβερνήσεις της ΕΕ δεν ανταποκρίθηκε στην επείγουσα έκκληση της Ιταλίας για ιατρική βοήθεια, σε αντίθεση με την Κίνα, σημειώνει ο ιδρυτής της δεξαμενής σκέψης “OPEN”.
Και καταλήγει: «Ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να πληρώσει στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου το τίμημα για την αμεριμνησία και την κακή διαχείριση μιας κρίσης δημόσιας υγείας. Αλλά γενικώς η κρίση του κορωνοϊού συνιστά πολιτικό δώρο για εθνικιστές και υπέρμαχους του προστατευτισμού, αφού έριξε νερό στο μύλο των αντιλήψεων ότι οι αλλοδαποί αποτελούν απειλή. Υπογραμμίζει ότι χώρες που αντιμετωπίζουν κρίσεις δεν μπορούν να υπολογίζουν πάντα στη βοήθεια γειτόνων και συμμάχων. Και με την Ινδία να περιορίζει τις εξαγωγές φαρμάκων σωτήριων για τη ζωή παρέχει πολεμοφόδια σε εκείνους που επιθυμούν η παραγωγή όλων των ειδών προϊόντων να γίνεται σε τοπικό επίπεδο επικαλούμενοι λόγους εθνικής ασφάλειας. Ευρύτερα, μπορεί να ενισχύσει εκείνους που πιστεύουν στην ανάγκη ισχυρών κυβερνήσεων, προτάσσοντας τις κοινωνικές ανάγκες έναντι των ατομικών ελευθεριών και την εθνική δράση έναντι της διεθνούς συνεργασίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι η κρίση του κορωνοϊού απειλεί να μας οδηγήσει σ’ έναν λιγότερο παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Όταν θα υποχωρήσουν η πανδημία και ο πανικός, εκείνοι που πιστεύουν ότι γενικώς είναι καλό να είμαστε ανοικτοί έναντι ανθρώπων και προϊόντων απ’ όλο τον κόσμο, θα πρέπει να βρουν νέα, πειστικά επιχειρήματα».