Είναι γνωστό ότι λίγες ημέρες αφότου ο Πρόεδρος Μπάϊντεν νίκησε στις Αμερικανικές εκλογές τον αντίπαλό του Τράμπ, προέβη σε δηλώσεις αναφορικά με τους ευρύτερους στόχους της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του, χαρακτηρίζοντας Κίνα και Ρωσία,ως τους βασικούς εχθρούς υπ'αριθμόν 1 και 2 αντίστοιχα.
Το Αμερικανικό σχέδιο για την Μ.Ανατολή
Αίσθηση είχε προκαλέσει τότε ότι δεν είχε αναφέρει το παραμικρό αναφορικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ για την πολύπαθη περιοχή της Μ.Ανατολής,γεγονός που ερμηνεύθηκε ότι επίκειται απόσυρση των Αμερικανικών Δυνάμεων από χώρες της περιοχής, προκειμένου αυτές να μεταφερθούν σε πλησιέστερες προς Κίνα και Ρωσία,συμμαχικές χώρες.
Με την υπογραφή των "Συμφωνιών του Αβραάμ", που υπεγράφησαν με προτροπή των ΗΠΑ μεταξύ Ισραήλ και Αραβικών κρατών,η Ουάσιγκτον ευελπιστούσε να δημιουργηθεί ένα είδος "ΝΑΤΟ Μ.Ανατολής" θα λέγαμε, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ολοένα και απειλητικότερο Ιράν.
Μετά δε την δημιουργία αυτού του συνασπισμού,προφανώς οι ΗΠΑ υπολόγιζαν να αποσύρουν σε μεγάλο βαθμό έως και πλήρως τις δυνάμεις τους από χώρες της Μ.Ανατολής, εξασφαλίζοντας παράλληλα σημαντικούς και αναγκαίους οικονομικούς πόρους, τους οποίους θα διέθεταν στην προσπάθεια διατήρησης της στρατιωτικής τους υπεροχής έναντι της Κίνας, η οποία τρέχει και μάλιστα πολύ γρήγορα για να καλύψει την διαφορά της από αυτές.
Ωστόσο μολονότι το παραπάνω Αμερικανικό σχέδιο προχώρησε δεν ευοδώθηκε στο σημείο που θα επέτρεπε στις ΗΠΑ να αποσυρθούν στρατιωτικά από την Μ.Ανατολή στηνέκταση και βαθμό που υπολόγιζαν.
Πολλοί ήταν οι λόγοι που συνετέλεσαν στην μη ολοκλήρωση του Αμερικανικού σχεδιασμού, όπως η πανδημία του COVID που προκάλεσε οικονομική αναστάτωση σε Παγκόσμιο επίπεδο, η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και κυρίως η διαρκώς αυξανόμενη συνεργασία της Ρωσίας με Ιράν αλλά κυρίως με την Τουρκία, στην Συρία.
Η αντιδυτική εξωτερική πολιτική που εφάρμοσε ο Ερντογάν, αποστέρησε τις ΗΠΑ από τις υπηρεσίες της Τουρκίας που ήλπιζε ότι θα είχαν αναφορικά με την οριοθέτηση των συμφερόντων και επιδιώξεων Ρωσίας-Ιράν στην Συρία και την περιφρούρηση των Δυτικών συμφερόντων στην περιοχή.
Ο Τούρκος Πρόεδρος όχι μόνο αποδείχθηκε παντελώς αφερέγγυος σύμμαχος για ΗΠΑ-ΕΕ στην Συρία, αλλά έφτασε σε σημείο να απειλεί ευθέως το Ισραήλ, συμμαχώντας παράλληλα με Ιράν και Ρωσία στην Συρία (Σύνοδος Αστάνα) και καθορίζοντας προτεραιότητες μαζί τους.
Το χειρότερο από όλα ήταν αναφορικά με την στάση της Τουρκίας στην Μ.Ανατολή ήταν ότι πραγματοποίησε τα τελευταία χρόνια πολυάριθμες στρατιωτικές επιθέσεις τόσο σε βάρος των Κούρδων του YPG στην Βόρεια Συρία, όσο και σε βάρος του ΡΚΚ στο Βόρειο Ιράκ, στο έδαφος του οποίου μάλιστα διατηρεί πολλές μόνιμες στρατιωτικές βάσεις.
Οι Τουρκικές στρατιωτικές βάσεις στο Βόρειο Ιράκ
Η Τουρκία διατηρεί στο Β. Ιράκ 15 στρατιωτικές βάσεις τουλάχιστον, ως ακολούθως:
Περιοχή Zap (Παραμεθόριος περιοχή του Β. Ιράκ με την Τουρκία)
Εδώ βρίσκονται 11 τουρκικές στρατιωτικές βάσεις (Zakho, Seramis, Begova, Batufa,Dohuk, Simele, Bamerni,Amediya, Kanimasi, Deraluk, Seladize)
Πλησίον Μοσούλης
Η βάση Basika
Περιοχή Erbil
Η βάση Erbil
Περιοχή Suleymaniyie
Η βάση Suleymaniyie
Περιοχή Μetina
Η βάση Μetina δημιουργήθηκε από τις Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΤΕΔ) το 2021
Οι εν λόγω τουρκικές στρατιωτικές βάσεις φιλοξενούν εκτός από στρατιωτικά τμήματα και βαρύ οπλισμό (άρματα, πυροβόλα) και χρησιμεύουν ως προπύργια και βάσεις ανεφοδιασμού, των λοιπών τμημάτων των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων που διεξάγουν επιχειρήσεις κατά των ανταρτών του PKK, οι οποίοι έχουν ως κύριο ορμητήριο τους, την οροσειρά του Kandil στα σύνορα με το Ιράν.
Ο Arzu Yilmaz, μελετητής της Μέσης Ανατολής και επισκέπτης στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, εκτιμά ότι υπάρχουν περισσότερες από 5.000 τουρκικές δυνάμεις που είναι ανεπτυγμένες επί του παρόντος στο Ιρακινό Κουρδιστάν και στη Basyan, μια περιοχή υπό τον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης του Ιράκ που βρίσκεται ανατολικά της Μοσούλης.
Ωστόσο και ενώ έχουν απομείνει λίγοι μήνες μέχρι τις τουρκικές εκλογές ο Ερντογάν συνεχίζει να σπρώχνει στην αγκαλιά Ρωσίας-Ιράν την Τουρκία μέχρι τέλους, προαναγγέλοντας την συνάντηση των αναπληρωτών υπουργών Εξωτερικών Τουρκίας-Ρωσίας-Συρίας-Ιράν, στη Μόσχα που θα πραγματοποιηθεί την επόμενη εβδομάδα πριν από τις προγραμματισμένες συνομιλίες μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών των εν λόγω κρατών, για να καθοριστεί το μέλλον της Συρίας.
Η Αμερικανική αντίδραση
Πρό των παραπάνω δυσμενών για τις ΗΠΑ εξελίξεων στην περιοχή της Μ.Ανατολής, στάλθηκαν αιφνιδιαστικά ο μεν Αρχηγός του του Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ Στρατηγού Μίλεϋ στην Συρία και ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν στο Ιράκ.
Ο Αμερικανός ΥΠΑΜ δήλωσε ξεκάθαρα κατά την επίσκεψή του στο Ιράκ, ότι η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον είναι αποφασισμένη να διατηρήσει την στρατιωτική της παρουσία της στη χώρα αυτή.
Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν δήλωσε ότι η Ουάσιγκτον είναι αποφασισμένη να διατηρήσει την παρουσία της σε αυτή τη χώρα.
Ο Όστιν, ο υψηλότερος αξιωματούχος που επισκέφτηκε το Ιράκ υπό τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ήταν ο τελευταίος επικεφαλής των αμερικανικών δυνάμεων εκεί μετά την εισβολή.
Ο Λόιντ Όστιν είπε στους δημοσιογράφους ότι «οι αμερικανικές δυνάμεις είναι έτοιμες να παραμείνουν στο Ιράκ μετά από πρόσκληση της ιρακινής κυβέρνησης», μετά τη συνάντηση που είχε με τον ιρακινό πρωθυπουργό Μοχάμεντ Αλ Σουντάνι.
Ο Σουντάνι είπε αργότερα ότι η προσέγγιση της κυβέρνησής του είναι να διατηρήσει ισορροπημένες σχέσεις με περιφερειακές και διεθνείς κυβερνήσεις που βασίζονται σε κοινά συμφέροντα και σεβασμό της κυριαρχίας και ότι η σταθερότητα του Ιράκ είναι το κλειδί για την ασφάλεια και τη σταθερότητα της περιοχής.
Επί του παρόντος, υπάρχουν 2.500 Αμερικανοί στρατιώτες στο Ιράκ και 900 Αμερικανοί στρατιώτες στη Συρία.
Οι ΗΠΑ με την κίνησή τους αυτή δείχνουν ξεκάθαρα ότι δεν θα αφήσουν τα ηνία στην περιοχή σε Ρωσία-Ιράν-Τουρκία, ερχόμενες σε σύγκρουση μαζί τους, έχοντας στο πλευρό τους του Κούρδους συμμάχους τους, το Ισραήλ αλλά και το Ιράκ.