Η μετάβαση της κοινοβουλευτικής εξουσίας στην Τουρκία, ήταν πάντα μια πάρα πολύ δύσκολη και λεπτή διαδικασία, κατά την οποία πολλές καταστάσεις μπορεί να ελάμβαναν χώρα.
Μετά τη μετάβαση της χώρας στο προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ξεκίνησε μια σημαντική αναδιοργάνωση της δομής ασφάλειας της χώρας δημιουργώντας εναλλακτικές δομές ασφαλείας έναντι της εθνικής αστυνομίας και του εθνικού στρατού, στα πρότυπα της Γερμανίας την δεκαετία του 1930.
Οι σημαντικότερες ενέργειες του Ερντογάν προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η αναβίωση των ανδρών προστασίας της γειτονιάς, η απεριόριστη προεδρική πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες στην Τουρκία και η δημιουργία ενός νέου ειδικού τμήματος πληροφοριών στο προεδρικό γραφείο.
Σύμφωνα με τον Τούρκο πολιτικό επιστήμονα Savaş Genç, η προσφυγή του Ερντογάν σε εναλλακτικά δίκτυα ασφαλείας και παράλληλης εξουσίας μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή υπό το πρίσμα της δημόσιας συζήτησης σχετικά με το εάν θα ήταν πρόθυμος ο Σουλτάνος να παραιτηθεί από την εξουσία σε περίπτωση εκλογικής ήττας.
Ένοπλες δυνάμεις στους δρόμους
Το πρώτο βήμα του Ερντογάν για να παρακάμψει την τουρκική αστυνομία ήταν η αποκατάσταση της, με φύλακες της γειτονιάς (bekçi στα τουρκικά), ένα δίκτυο νυχτερινών περιπολιών χιλιάδων ανδρών με καφέ στολές που χρονολογούνται από την οθωμανική εποχή.
Ο ρόλος τους έχει συζητηθεί εδώ και πολύ καιρό καθώς ο θεσμός θεωρήθηκε και δικαίως, ως μηχανισμός παρακρατικής καταστολής των πολιτών, ειδικά των αντιφρονούντων.
Κατά την πρώτη δεκαετία του 2000, όταν πολλές δημοκρατικές ελευθερίες στην χώρα βελτιώθηκαν εν μέρει εν μέσω των μεταρρυθμίσεων της πολυπόθητης ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν προσλήφθηκαν νέοι φύλακες και το δίκτυο καταργήθηκε το 2008.
Οι φύλακες παρέμειναν εκτός κρατικού μηχανισμού μέχρι το 2016, όταν είχαμε την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου. Η τουρκική κυβέρνηση τότε ξεκίνησε την πρόσληψη φυλάκων και μέσα σε τρία χρόνια, η υπηρεσία αυτή διαθέτει 21.000 φύλακες.
Ο υπουργός Εσωτερικών, Süleyman Soylu, ανακοίνωσε ότι το 2020 ο αριθμός θα φτάσει τους 29.000 και ότι η τουρκική κυβέρνηση σκοπεύει να προσλάβει συνολικά 30.000 φύλακες, οι οποίοι δεν θα αποτελούν επίσημο αστυνομικό σώμα αλλά τραμπούκους του Ερντογάν.
Αν και στην αρχή τα σχέδια της κυβέρνησης να εξοπλίσουν τους φύλακες με όπλα διακόπηκαν εν μέσω ισχυρών αρνητικών αντιδράσεων από την αντιπολίτευση, η νομοθεσία που τελικά εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 2020 τους επέτρεψε να χρησιμοποιούν πυροβόλα όπλα, καθώς και να σταματούν «ύποπτα άτομα» στο δρόμο και να βιαιοπραγούν αν αυτά αντιστέκονται.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια ένοπλη δύναμη που συνδέεται άμεσα με την κεντρική κυβέρνηση του ΑΚΡ, η οποία θα χρησιμοποιηθεί όταν η κατάσταση γίνει άσχημη για το νυν κυβερνών ισλαμικό κόμμα.
Μια άλλη ένοπλη μονάδα που ιδρύθηκε με προεδρικό διάταγμα είναι η Διεύθυνση ταχείας επεμβάσεως που ανήκει στη Γενική Διεύθυνση Ασφαλείας.
Αυτό που διακρίνει αυτή τη μονάδα από τις άλλες είναι ότι δεν αναφέρεται στους τοπικούς αξιωματικούς της τουρκικής αστυνομίας, αλλά στην προεδρία και μόνο σε αυτήν.
Προς το παρόν, το δίκτυο έχει 600 μέλη με τους 100 στην Άγκυρα και τους 500 στην Κωνσταντινούπολη.
Το καταστατικό σχετικά με την ειδική αυτή μονάδα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως τον Αύγουστο του 2020 περιελάμβανε ορισμένες εντυπωσιακές πληροφορίες.
Σύμφωνα με αυτό λοιπόν, η μονάδα θα υπάγεται απευθείας στο «κέντρο», το οποίο η τουρκική αντιπολίτευση ερμήνευσε ως το προεδρικό γραφείο του Ερντογάν.
Ο Garo Paylan, αναπληρωτής του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP), έκανε μια σύγκριση μεταξύ της νέας τουρκικής μονάδας και των Schutzstaffel (SS), μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης της ναζιστικής Γερμανίας:
"Το στυγνό καθεστώς του Ερντογάν θέλει να δημιουργήσει μια ένοπλη μονάδα που θα μοιάζει πιο πολύ με τα SS της ναζιστικής εποχής και παρατηρούμε όλα τα βήματά του προς το σκοπό αυτό. Πιστεύουμε ότι η νεοσύστατη μονάδα θα λειτουργεί υπό την άμεση εντολή του παλατιού και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο”, τόνισε ο ίδιος.
Ο Ahimbrahim Kaboğlu, αναπληρωτής πρόεδρος του Δημοκρατικού Λαϊκού κόμματος των Κεμαλιστών (CHP) και καθηγητής συνταγματικού δικαίου, δήλωσε ότι η μονάδα αποτελεί αντισυνταγματική δύναμη ως προς την τουρκική αστυνομία.
Οι πραιτοριανοί του Ερντογάν έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση δύναμης κατά την ανίερη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, όταν είχαν αναλάβει όλη την ασφάλεια για την τελετή.
Τα μέλη της φορούσαν μαύρες στολές, αντί για τις μπλε της τουρκικής αστυνομίας.
Η παραστρατιωτική δύναμη του Τούρκου προέδρου έχει δύο βασικούς στόχους, την παροχή περιμετρικής ασφάλειας για τον πρόεδρο κατά τη διάρκεια εσωτερικών επισκέψεων και την ισχυρή παρέμβαση σε δημόσιες εξεγέρσεις.
Κάθε φορά που η μονάδα αυτή θα εμπλέκεται σε ένα περιστατικό, θα έχει δικαιοδοσία επί της τοπικής αστυνομίας.
Εκτός από την τυπική αστυνομική εκπαίδευση, το προσωπικό της λαμβάνει επίσης εκπαίδευση για τη χρήση βαρέων όπλων.
Ένα άλλο βήμα ήταν η σύνδεση των καμερών ασφαλείας με το προεδρικό παλάτι. Το σύστημα MOBESE διαθέτει ένα τεράστιο δίκτυο από κάμερες CCTV που εκτείνονται σε όλες τις πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα.
Η πόλη της Κωνσταντινούπολης για παράδειγμα, παρακολουθείται από 21.000 κάμερες. Υπάρχουν πάρα πολλές κάμερες σε κάθε δρόμο, κυρίως σε κουρδικές πόλεις όπως το Diyarbakır και το Hakkari.
Ο υπουργός εσωτερικών της Τουρκίας σε δήλωση του στις 17 Σεπτεμβρίου ανακοίνωσε την ίδρυση νέου κέντρου με την επωνυμία «Κέντρο Συντονισμού Ασφάλειας και Έκτακτης Ανάγκης», που σχεδιάστηκε να τεθεί σε λειτουργία εντός λίγων μηνών.
Ο Soylu είπε ότι το σύστημα θα επιτρέψει τη μεταφορά και τον έλεγχο στην προεδρία, όλων των βίντεο παρακολούθησης από ολόκληρη τη χώρα. Η αντιπολίτευση το χαρακτήρισε την κίνηση ως ένα ερντογανικό «Big Brother».
Ο Ερντογάν, ο οποίος που είχε αφήσει άθικτο τον τουρκικό Οργανισμό Πληροφοριών (MİT), με νόμο έθεσε την υπηρεσία αυτή υπό τον απευθείας έλεγχο του προεδρικού του γραφείου μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016.
Ένα προεδρικό διάταγμα προέβλεπε την ίδρυση διεύθυνσης «Τμήματος Στρατηγικών Επικοινωνιών και Διαχείρισης Κρίσεων», στην οποία ανατέθηκε η «αντιμετώπιση των αντι-Τουρκικών δραστηριοτήτων χειραγώγησης, παραπληροφόρησης και διαχείρισης αντιλήψεων που διεξήχθησαν εντός και εκτός της Τουρκίας».
Το τμήμα θα εξουσιοδοτηθεί να ζητά πληροφορίες και να αναθέτει καθήκοντα σε όλα τα κρατικά ιδρύματα. Θα είναι επίσης σε θέση να κινητοποιήσει όλες τις υπηρεσίες εναντίον προσώπων ή οντοτήτων που θεωρεί ότι ασκούν δραστηριότητες κατά της Τουρκίας.
Ο πολιτικός επιστήμονας Savaş Genç είπε ότι αισθάνεται ανήσυχος για τις νέες πολιτικές ασφαλείας του Ερντογάν:
«Υπάρχει ένα ερώτημα που απασχολεί σχεδόν όλους τους πολιτικούς επιστήμονες και δημοσιογράφους που παρακολουθούν στενά την πολιτική του προέδρου. Θα φύγει ο Ερντογάν με ς εκλογές;
Θα προσκολληθεί στην εξουσία ισχυριζόμενος ότι η αντιπολίτευση έκλεψε τις εκλογές ή θα δηλώσει παραποιημένα αποτελέσματα και θα προβάλει τα όπλα σε διαδηλωτές όπως έκανε ο [πρόεδρος Λουκασένκο της Λευκορωσίας] τον οποίο ο Ερντογάν συνεχάρη για την αμφισβητούμενη εκλογική του νίκη;», ρώτησε ο ίδιος.
«Ο Ερντογάν και η ομάδα του το σενάριο αυτό το έχουν δοκιμάσει στις τοπικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη. Δεν τους άρεσε το αποτέλεσμα, οπότε ακυρώθηκαν οι εκλογές», είπε ο Genç,
Αναφερόμενος στις τοπικές εκλογές του 2019, μετά τις οποίες το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν ισχυρίστηκε απάτη και αμφισβήτησε την ήττα του στην Κωνσταντινούπολη, για να χάσει με ακόμη μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στις επαναλαμβανόμενες εκλογές.
«Ίσως επειδή δεν ήταν προετοιμασμένοι ή επειδή νόμιζαν ότι δεν θα έχαναν στην Κωνσταντινούπολη αιφνιδιάστηκαν αλλά δεν προχώρησαν περισσότερο. Ακυρώθηκαν οι εκλογές, αλλά υπέστησαν μεγαλύτερη ήττα. Το προεδρικό μέγαρο σίγουρα θα κάνει μια κίνηση για να υπερασπιστεί τη δύναμή του.
«Πάντα φοβόμουν πολιτικούς που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να επανεκλεγούν ή να παραμείνουν στην εξουσία. Ανησυχώ ότι ένας ηγέτης που βιάζεται να συγχαρεί τον Λουκασένκο έχει από μόνος του παρόμοιες τάσεις», δήλωσε ο Genç.
Μία από τις αξιοσημείωτες κινήσεις του Ερντογάν ήταν οι αλλαγές που εισήγαγε στο τμήμα ειδικών επιχειρήσεων της αστυνομίας. Σχεδιασμένο ειδικά για ειδικές επιχειρήσεις, το προσωπικό του περιοριζόταν σε 9.000 μέλη.
Ο Ερντογάν αύξησε αυτόν τον αριθμό σε 25.000 και τους έδωσε την δυνατότητα κατοχής και χρήσης βαρέων όπλων.
Για χρόνια, οι στρατιωτικοί διοικητές που επηρέασαν βαθιά την πολιτική της Τουρκίας υποστήριξαν ότι αυτή η αστυνομική μονάδα δημιουργήθηκε από πολιτικούς ως εναλλακτική λύση έναντι των ενόπλων δυνάμεων και εμπόδιζαν την χρήση βαρέων όπλων.
Ωστόσο, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις (TSK) έχασαν όλη την εναπομένουσα πολιτική εξουσία μετά το πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016 και ο Ερντογάν προχώρησε στην ενίσχυση του νομικού καθεστώτος αυτής της μονάδας καθώς και στην επέκταση του μεγέθους και των δυνατοτήτων της.
Το σίγουρο μετά από όλα αυτά είναι ότι είτε στις επόμενες εκλογές, είτε σε κάποια άγρια εξέγερση του τουρκικού λαού λόγω προβλημάτων, ο εμφύλιος ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και τους πραιτοριανούς μαζί με την ειδική δύναμη της αστυνομίας του Σουλτάνου θα είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο.