Τα κομβικά διεθνή φαινόμενα εξελίσσονται σε ορίζοντα μακράς διάρκειας, μέχρις ότου η σχηματοποίηση των νέων δεδομένων να πάρει μια τέτοια μορφή που να ανταποκρίνεται στις διεθνοσυστημικές ισορροπίες ισχύος, με θετικό ή αρνητικό πρόσημο ως προς την ενίσχυση της διεθνούς σταθερότητας, αλλά και στις προθέσεις και στους στόχους των εμπλεκομένων στις δεδομένες διαδικασίες.
Το σημαντικότερο ίσως παράδειγμα αναφορικά με τη διάρκεια και την ένταση των διεθνοσυστημικών κομβικών φαινομένων είναι ο διαφαινόμενος τρίτος κύκλος της Αραβικής Άνοιξης που βλέπουμε να διαπερνά τον πυρήνα της Μέσης Ανατολής σήμερα. Αν ο πρώτος κύκλος ωρίμανσης της Αραβικής Άνοιξης χαρακτηρίσθηκε από την εμφάνιση ριζοσπαστικών κινημάτων αμφισβήτησης προς τις δομές της καθεστηκυίας πολιτικής και οικονομικής τάξης που συγκροτούσαν την αραβική οντολογία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, και ο δεύτερος ως η εμφάνιση της ευθείας σύγκρουσης του κινήματος του Παναραβισμού, απότοκο της ολοκλήρωσης της αποικιοκρατίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής / Βορείου Αφρικής, με αυτό του Πανισλαμισμού, σήμερα παρατηρείται μια σταδιακή μετάλλαξη στον πυρήνα των πολιτικών και στρατηγικών αλλοιώσεων που επικεντρώνονται πλέον σε μια αύξηση των ανταγωνιστικών τριβών μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών στο εσωτερικό των αραβικών κρατών που μέχρι σήμερα η συγκατοίκηση ήταν μεν προβληματική αλλά πλέον εξελίσσεται σε βίαιη με προοπτικές ευθείας ρήξης, αναφέρει το capital.gr.
του Σπύρου Ν. Λίτσα *
Οι δυο σημαντικότεροι σταθμοί της τρίτης γενιάς της Αραβικής Άνοιξης είναι το Ιράκ και ο Λίβανος. Είναι δυο κράτη που από το παρελθόν η συγκατοίκηση Σιιτών και Σουνιτών ήταν προβληματική, αλλά πλέον οι βίαιες και διαρκείς συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών που εκπροσωπούν τη σουνιτική τάση, δίχως απαραίτητα να ελέγχονται απόλυτα – ή έστω σε αυτό το χρονικό σημείο - από τα σαλαφιστικά κέντρα εντός και εκτός των κρατών αυτών, και τις σιιτικές πολιτικοοικονομικές εξουσίες που ελέγχονται ευθέως και απόλυτα από το Ιράν δείχνουν ότι αυτή η εξελικτική φάση της Αραβικής Άνοιξης λαμβάνει μια εξόχως ενδιαφέρουσα, σε επίπεδο επιστημονικής παρατήρησης, αλλά και επικινδυνότητας, σε επίπεδο φορτίων πυκνότητας αστάθειας, διάσταση, τόσο για τη Μέση Ανατολή όσο και για την Ανατολική Μεσόγειο.
Μια εκ των βασικών αρχών της Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων είναι ότι οι κρίσεις δεν εξελίσσονται στο κενό. Με απλά λόγια, κάθε μεταβολή ή προσπάθεια μεταβολής στο υφιστάμενο status quo ενός κράτους, ή μιας διακρατικής σχέσης, ή μιας περιοχής, επηρεάζει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και άλλα κράτη στην ίδια περιοχή ή άλλες περιοχές γενικότερα. Για παράδειγμα, ενώ το Ιράν παρατηρεί τη σημαντική μείωση της δυνατότητας του να παρεμβαίνει ως αυτόνομη μονάδα στις διπλωματικές και οικονομικές διεργασίες της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας και την ολοένα και μεγαλύτερη πρόσδεση του στο άρμα της Ρωσίας, αλλά και την αποδυνάμωση του αποτυπώματος του εντός κρατών που τοποθετούνται απόλυτα ή μερικώς στο σιιτικό τόξο, επιλέγει την πορεία της όξυνσης με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Στο εσωτερικό του Ιράκ οι κυρίαρχοι σιιτικοί πολιτικοί δρώντες επιλέγουν τη μη συνεννόηση με τους σουνίτες, στο εσωτερικό του Λιβάνου η Χεζμπολάχ επιχειρεί σποραδικά εναντίον πολιτικών παραγόντων με ρόλο στις αντι-σιιτικές διαμαρτυρίες, ενώ ο βομβαρδισμός του Ισραήλ με εκατοντάδες ρουκέτες από την Παλαιστινιακή Ισλαμιστική Τζιχαντιστική Οργάνωση στη Λωρίδα της Γάζας πριν από δυο εβδομάδες έχει την υποστήριξη, οικονομική και στρατιωτική, του Ιράν. Είναι φανερό ότι αργά και σταδιακά εισερχόμαστε σε μια ωρίμανση αλλά και διεύρυνση της ρευστότητας της Αραβικής Άνοιξης σε κράτη που μέχρι σήμερα είχαν καταφέρει να διατηρήσουν εαυτούς εκτός της οριζόντιας κρίσης.
Ο νέος κύκλος της Αραβικής Άνοιξης και το κεντρικό αφήγημα που αυτός προβάλει δημιουργεί τις προϋποθέσεις αυτές για να εμπλακούν και άλλοι μη Αραβικοί παράγοντες στο εξελικτικό αφήγημα του συγκεκριμένου παιγνίου (εκτός του Ιράν που κι αυτός δεν είναι Αραβικός δρών αλλά έχει ρόλο δια αντιπρόσωπων στην πορεία εξέλιξης του Αραβικού κόσμου). Οι εξελίξεις απαιτούν αφύπνιση του δυτικού κόσμου και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού με επίκεντρο το ΝΑΤΟ. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα, ατυχείς δηλώσεις όπως αυτές του Γάλλου Προέδρου γύρω από την εγκεφαλική ζωτικότητα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας να αντηχούν σήμερα ως επίσημη θέση της Γαλλίας, του δεύτερου ισχυρότερου Ευρωπαϊκού κράτους και ενός εκ των ισχυρότερων στον διατλαντικό πυρήνα. Παράλληλα, θα πρέπει να γίνει κατανοητό – πρωτίστως στις ΗΠΑ – ότι η ενίσχυση των οικονομικών και στρατηγικών σχέσεων με κράτη όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ και ο θεσμικός περιορισμός του τουρκικού αναθεωρητισμού αποτελούν διαδικασίες προετοιμασίας του δυτικού κόσμου για τη νέα φάση εξέλιξης της Αραβικής Άνοιξης σε μια ολιστική ανταγωνιστική διαδικασία μεταξύ των δυο κεντρικών πυλώνων του Ισλάμ.
Η ταχύτητα με την οποία η Αραβική Άνοιξη εισέρχεται στο εσωτερικό των κρατών επηρεάζοντας τις δομές τους έχει ως σήμερα αποδειχθεί ανεξέλεγκτη. Μια συνθήκη που από μόνη της θα ενισχυθεί μέσω της δομικής σύγκρουσης μεταξύ των δυο βασικών δογματικών και πολιτικών πυλώνων του Ισλάμ.
* Ο κ. Σπύρος Λίτσας είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων (Ph.D) στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Επισκέπτης Καθηγητής στη Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Grenoble στη Γαλλία.