Ο Τζο Μπάιντεν κατάφερε να επικρατήσει στις εσωκομματικές αναμετρήσεις των Δημοκρατικών που πραγματοποιήθηκαν χθες τη λεγόμενη «Σούπερ Τρίτη» έχοντας όμως μία εξαίρεση: την Αμερικανική Σαμόα, όπου εκεί ηττήθηκε από τον εντελώς άγνωστο διεκδικητή του χρίσματος, Τζέισον Πάλμερ.
Με 51 ψήφους, έναντι 40 του προέδρου Μπάιντεν, ο 52χρονος επιχειρηματίας στον τομέα της τεχνολογίας εκτιμάται ότι κερδίζει τέσσερις από τους έξι αντιπροσώπους στο συνέδριο του κόμματος που διακυβεύονταν στο αρχιπέλαγος του Ειρηνικού. Φυσικά, πρόκειται για μια μικροσκοπική νίκη που δεν πρόκειται να επηρεάσει σε τίποτα την πορεία του Μπάιντεν προς το χρίσμα του κόμματός του. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, εξαιτίας του καθεστώτος της Αμερικανικής Σαμόα, δηλαδή του ότι είναι περιοχή και όχι πολιτεία, οι περίπου 40.000 κάτοικοί της ψηφίζουν μεν στις προκριματικές εκλογές, αλλά δεν έχουν εκπροσώπηση στο Εκλεκτορικό Κολέγιο.
Σύμφωνα με το Associated Press, ο Πάλμερ δεν ήξερε καν ότι κέρδισε στο αρχιπέλαγος μέχρι που άρχισε ξαφνικά να δέχεται αμέτρητες κλήσεις από υποστηρικτές του και μέλη της προεκλογικής του εκστρατείας. Σε συνέντευξη που παραχώρησε αργά την Τρίτη, παραδέχτηκε ότι δεν είχε επισκεφθεί ποτέ την περιοχή αυτή πριν το συνέδριο.
«Διεξήγαγα την προεκλογική μου εκστρατεία εξ αποστάσεως, είχα συναντήσεις με ψηφοφόρους μέσω Zoom, μιλούσα με ανθρώπους, άκουγα τις ανησυχίες τους και τι τους ενδιαφέρει», είπε χαρακτηριστικά.
Την παραμονή της ψηφοφορίας, ο Πάλμερ έγραψε στο Χ ότι «έχει καθυστερήσει πολύ η εκλογή ενός προέδρου που να υποστηρίζει τα συμφέρονται της Αμερικανικής Σαμόα». Στον λογαριασμό του έχουν αναρτηθεί φωτογραφίες που δείχνουν πολίτες να κρατούν πανό της εκστρατείας του.
Ο Πάλμερ είναι κάτοικος Βαλτιμόρης και έχει εργαστεί στο παρελθόν σε διάφορες επιχειρήσεις και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, συχνά σε τομείς που αφορούν την τεχνολογία και την εκπαίδευση.
Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι οι Αμερικανοί χρειάζονται έναν πρόεδρο που να ανήκει περισσότερο στον 21ο αιώνα απ΄ ό,τι ο Μπάιντεν.
Σύμφωνα με τα οικονομικά αρχεία της προεκλογικής εκστρατείας, ο Πάλμερ έχει δανείσει στην εκστρατεία του για το χρίσμα περισσότερα από 500.000 δολάρια από δικά του χρήματα.
«Δεν μπορείς να πάρεις μαζί σου τα χρήματά σου όταν πεθάνεις, αλλά μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις για να αλλάξεις τον κόσμο όσο είσαι εδώ», έχει πει ο επιχειρηματίας σχετικά με την χρηματοδότηση της καμπάνιας του.
Η Αμερικανική Σαμόα έχει ιστορικό στα ανατρεπτικά αποτελέσματα ψηφοφοριών. Κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών των Δημοκρατικών το 2020, η μοναδική νίκη του δισεκατομμυριούχου Μάικλ Μπλούμπεργκ ήρθε στη συγκεκριμένη επικράτεια.
Αν και όχι ιδιαίτερα σημαντική, η νίκη του Πάλμερ στην Αμερικανική Σαμόα προκάλεσε αίσθηση στα αμερικανικά ΜΜΕ, με πολλούς σχολιαστές να την περιγράφουν ως τη μοναδική συναρπαστική στιγμή σε μια βαρετή Σούπερ Τρίτη που κύλησε όπως ακριβώς αναμενόταν.
«Επιτέλους, κάτι ιδιαίτερο κι απροσδόκητο αυτή την αδιάφορη Σούπερ Τρίτη», σχολίασε μέσω X (του πρώην Twitter) ο πολιτολόγος του πανεπιστημίου της Βιρτζίνιας Λάρι Σαμπάτο.
«Υ.Γ.: Δεν έχω ιδέα ποιος είναι αυτός», συμπλήρωσε, αναφερόμενος στον Τζέισον Πάλμερ.
Η εσωκομματική ψηφοφορία των Ρεπουμπλικάνων στη Σαμόα θα γίνει μεθαύριο Παρασκευή. Μετά την Ουάσιγκτον και το Βερμόντ, αυτή ενδέχεται να είναι μια από τις τελευταίες ευκαιρίες που θα παρουσιαστεί στη Νίκι Χέιλι για να νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ.
Αναμενόμενοι «θρίαμβοι» Τραμπ/Μπάιντεν, που οδεύουν σε επαναληπτική αναμέτρηση στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει πλέον σχεδόν οριστικοποιήσει τη δεύτερη αναμέτρησή του με τον Τζο Μπάιντεν την 5η Νοεμβρίου, μετά τη θριαμβευτική νίκη του στις εσωκομματικές διαδικασίες τη χθεσινή «Σούπερ Τρίτη», στις οποίες συνέτριψε την τελευταία εναπομείνασα αντίπαλό του, τη Νίκι Χέιλι.
Ο πρώην πρόεδρος σάρωσε σε σχεδόν όλες τις πολιτείες όπου διεξήχθησαν ψηφοφορίες. Ανάμεσά τους ήταν η Καλιφόρνια και το Τέξας —οι δυο πολυπληθέστερες—, καθώς και η Βόρεια Καρολίνα. Πλαισιωμένος από υποστηρικτές του στην πολυτελή κατοικία του στη Φλόριντα, ο μεγιστάνας δεν έκρυψε την ικανοποίησή του για αυτή την «φοβερή βραδιά», την «απίστευτη μέρα». Δεν αναφέρθηκε ούτε μια φορά στην κυρία Χέιλι, την τελευταία Ρεπουμπλικανή στον δρόμο του στην κούρσα για το χρίσμα του κόμματος, επιλέγοντας να στρέψει όλα τα πυρά του στον —όπως δείχνουν όλα— αντίπαλό του τον Νοέμβριο, τον διάδοχό του Τζο Μπάιντεν.
Η πενηντάρα πάντως στέρησε από τον Ντόναλντ Τραμπ, 77 ετών, το sweep, το 15/15, κερδίζοντας στο Βερμόντ, αραιοκατοικημένη πολιτεία στα σύνορα με τον Καναδά.
Απέμεναν να γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα σε δυο πολιτείες (Γιούτα, Αλάσκα). Στη Γιούτα, όπου ο κ. Τραμπ είχε κερδίσει τον κ. Μπάιντεν με 20 πόντους διαφορά το 2020, δημοσκοπήσεις τον έφεραν να έχει προβάδισμα 27 εκατοστιαίων μονάδων έναντι της πρώην πρεσβεύτριας της κυβέρνησής του στον ΟΗΕ. Τα πράγματα ήταν λιγότερο σαφή στην Αλάσκα, που μολονότι αποτελεί ιστορικό οχυρό των Ρεπουμπλικάνων (ψηφίζει GOP από το 1964 αδιαλείπτως), είχε ταχθεί υπέρ του μεγιστάνα με τη χαμηλότερη διαφορά στην ιστορία της επί του αντιπάλου του Μπάιντεν (10 μονάδες) το 2020.
«Να καταστρέψει τη δημοκρατία μας»
Στην άλλη πλευρά, των Δημοκρατικών, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, 81 ετών, διεκδικεί το χρίσμα της παράταξής του πρακτικά χωρίς αληθινό αντίπαλο.
Όπως αναμενόταν, κέρδισε και στις 15 πολιτείες όπου διεξάγονταν ψηφοφορίες, αν και δοκίμασε ήττα-ανέκδοτο, από άγνωστο στους περισσότερους αντίπαλό του στην περιοχή αμερικανική Σαμόα.
Έχοντας ήδη και αυτός στραμμένη την προσοχή του στην αναμέτρησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο Τζο Μπάιντεν κατηγόρησε τον αντίπαλό του πως είναι «αποφασισμένος να καταστρέψει τη δημοκρατία μας», ότι αυτό που θέλει είναι να «πάρει τη ρεβάνς», «την εκδίκησή του» κι όχι να υπηρετήσει «τον αμερικανικό λαό».
Το ραντεβού για τον επαναληπτικό αγώνα της αναμέτρησης του 2020, ο οποίος δεν προκαλεί ακριβώς ενθουσιασμό στους Αμερικανούς κατά δημοσκοπήσεις, στην πράξη λοιπόν κλείστηκε, έστω κι αν η εσωκομματική διαδικασία των Ρεπουμπλικάνων δεν έχει τερματιστεί τυπικά. Από τη 15η Ιανουαρίου, και παρά τα προβλήματά του με τη δικαιοσύνη, ο Ντόναλντ Τραμπ αναδείχθηκε νικητής σε σχεδόν όλες τις αναμετρήσεις με τους εσωκομματικούς αντιπάλους του.
Η Νίκι Χέιλι αυτοπροβαλλόταν ως η υποψήφια που θα αποκαθιστούσε την «ομαλότητα», που θα τερμάτιζε το «χάος του Τραμπ».
Οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι κώφευσαν στα επιχειρήματά της.
Θα παραμείνει στην κούρσα; Δεν εκφράστηκε αμέσως, τροφοδοτώντας σεναριολογία για τις προθέσεις της.
Σε ανακοίνωσή της ωστόσο, η ομάδα της ανέφερε πως υπάρχει «μεγάλος αριθμός Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων που εκφράζει βαθιές ανησυχίες» για τον κ. Τραμπ.
Στην εκλογική βραδιά στη Φλόριντα, στην κατοικία του μεγιστάνα, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για την τελική νίκη στους οπαδούς του, με τα κόκκινα καπελάκια και το σύνθημα Make America Great Again («Ας ξαναδώσουμε στην Αμερική το μεγαλείο της»). «Αναμένω η Νίκι Χέιλι να εγκαταλείψει», έλεγε ο Κένι Νέιλ, επικεφαλής τοπικής οργάνωσης των Ρεπουμπλικάνων. «Ο πρόεδρος Τραμπ θα είναι ο τελευταίος που θα μείνει όρθιος» στην εσωκομματική διαδικασία, προεξόφλησε.
Στη θεωρία, η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει ως το καλοκαίρι.
Η ομάδα Τραμπ προβλέπει όμως να ανακηρύξει τη νίκη της «τη 19η Μαρτίου» το αργότερο, έπειτα από τις ψηφοφορίες στην Τζόρτζια και τη Φλόριντα.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν ετοιμάζεται να απευθυνθεί στους πολίτες
Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει να έχει τη δυνατότητα να εξαπολύσει ολομέτωπη επίθεση στον αντίπαλό του προτού ξεκινήσουν τα δικαστικά του ραντεβού. Την 25η Μαρτίου, ξεκινά η πρώτη του ποινική δίκη στη Νέα Υόρκη.
Ο ενδιαφερόμενος διαβεβαιώνει πως έγινε «πολύ πιο δημοφιλής» μετά την άσκηση τεσσάρων ποινικών διώξεων σε βάρος του. Μολαταύτα, δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν πως η υποστήριξή στην υποψηφιότητά του θα μειωνόταν πολύ αν καταδικαζόταν σε κάποια από τις δίκες του.
Πίσω στις δημοσκοπήσεις, ο Τζο Μπάιντεν θα υπερασπιστεί τα πεπραγμένα του και θα παρουσιάσει το όραμά του για τις ΗΠΑ αύριο Πέμπτη, στην ομιλία του εφ’ όλης της ύλης για τη State of the Union («κατάσταση της ένωσης»).
Για την πολιτολόγο Γουέντι Σίλερ, πρόκειται για την «τελευταία» ευκαιρία που θα έχει ο Δημοκρατικός να «απευθυνθεί σε εκατομμύρια Αμερικανούς και να παρουσιάσει την αντίθεση ανάμεσα στο όραμά του και αυτή που θα είναι η ζωή υπό τον Ντόναλντ Τραμπ».