H εκθετική αύξηση του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ την τελευταία 15ετία δεν επηρέασε τη δυνατότητά δανεισμού τους από τις αγορές αλλά οι επανειλημμένες πολιτικές διαμάχες στο εσωτερικό της χώρας για την αύξηση του επιτρεπτού ορίου του ρίχνουν τη σκιά τους στην παγκόσμια οικονομία.
Το πλαφόν στο χρέος θεσπίστηκε το 1917 για να διευκολύνει το υπουργείο Οικονομικών στην έκδοση ομολόγων χωρίς να χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση ενόσω ο δανεισμός κινείτο κάτω από το ανώτατο επιτρεπτό όριο.
Όταν ο δανεισμός έφθανε στο επιτρεπτό όριο, έπρεπε η πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία, να ψηφίσει για την αύξηση ή την προσωρινή αναστολή του.
Η διαδικασία αυτή αποτελούσε μάλλον ρουτίνα τον προηγούμενο αιώνα. Από το 1960 έγιναν συνολικά 78 αυξήσεις στο όριο χρέους των ΗΠΑ, από τις οποίες οι 49 με Ρεπουμπλικάνο και οι 29 με Δημοκρατικό πρόεδρο.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, αυτό άλλαξε, λόγω της μεγάλης πόλωσης στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Το 2011, όταν πρόεδρος ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα, εξελίχθηκε ένα θρίλερ, με τους Ρεπουμπλικάνους να συμφωνούν στην αύξηση του χρέους δύο ημέρες πριν την ημερομηνία που το υπουργείο Οικονομικών περίμενε ότι θα ξέμενε από χρήματα.
Ωστόσο, η διελκυστίνδα εκείνη είχε αντίκτυπο, με τις αμερικανικές μετοχές να σημειώνουν τη μεγαλύτερη μεταβλητότητα από την κρίση του 2008 και τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P να υποβαθμίζει το αξιόχρεο των ΗΠΑ για πρώτη και μοναδική φορά.
Αντίστοιχα, το 2013, όταν πρόεδρος ήταν πάλι ο Ομπάμα, η κωλυσιεργία των Ρεπουμπλικάνων να συναινέσουν στην αύξηση του ορίου χρέους οδήγησε σε προσωρινή αναστολή λειτουργίας υπηρεσιών του αμερικανικού δημοσίου (shutdown). Το όριο του χρέους αυξήθηκε και επί προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, χωρίς όμως εντάσεις καθώς υπήρξε συμφωνία από την πλευρά των Δημοκρατικών.
Φέτος τον Ιανουάριο, το χρέος των ΗΠΑ έφτασε στο επιτρεπτό όριο των 31,4 τρις. δολαρίων, το οποίο είναι τριπλάσιο σε σχέση με το επίπεδο χρέους του 2008 (10 τρις. δολάρια) και σχεδόν 10πλάσιο σε σχέση με το 1990 (3,2 τρις. δολάρια).
Η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η πανδημία του κορονοϊού ήταν οι δύο κρίσιμοι σταθμοί που εκτίναξαν το αμερικανικό χρέος, με το ύψος του ως ποσοστό στο ΑΕΠ να φθάνει πέρυσι στο 121,7% του ΑΕΠ από 108,7% το 2019. Συνολικά, από την αρχή του 21ου αιώνα, η δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ είναι επεκτατική, με ένα μέσο ετήσιο έλλειμμα 1 τρις. δολαρίων.
Από τον Ιανουάριο, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δεν έχει προχωρήσει σε νέο δανεισμό, για να μην παραβιάσει το πλαφόν του χρέους, καλύπτοντας τις δαπάνες του με τα τρέχοντα έσοδα και κάποιες λογιστικές μεθοδεύσεις. Η υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, είχε προειδοποιήσει πάντως ότι το αμερικανικό δημόσιο δεν θα μπορούσε να πληρώνει υποχρεώσεις του από την 1η Ιουνίου χωρίς την αύξηση του πλαφόν.
Μία αθέτηση πληρωμών των ΗΠΑ για ομόλογά τους θα είχε προφανώς καταλυτικές αρνητικές επιπτώσεις στις διεθνείς αγορές καθώς και στην αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία, δεδομένου του μεγέθους του αμερικανικού χρέους.
Αυτό κάνει απίθανη τη μη εξεύρεση μίας λύσης. Ωστόσο, μόλις στις αρχές Μαΐου άρχισαν οι ουσιαστικές διεργασίες για να υπάρξει ένας συμβιβασμός του Λευκού Οίκου με τους Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και ζητούν τη μείωση μίας σειράς δαπανών για να δώσουν το πράσινο φως στην αύξηση του ορίου χρέους.
Την περασμένη εβδομάδα, οι διαβουλεύσεις επιταχύνθηκαν και ο πρόεδρος της Βουλής, Κέβιν ΜακΚάρθι, δήλωσε ότι μπορεί να υπάρχει κατ' αρχή συμφωνία μέσα στο τρέχον Σαββατοκύριακο.
Τόσο ο ίδιος όσο και ο Δημοκρατικός πρόεδρος της Γερουσίας, Τσακ Σούμερ, είναι έτοιμοι να συγκαλέσουν τα δύο σώματα για να ψηφίσουν την όποια συμφωνία πριν την 1η Ιουνίου. Την Παρασκευή, όμως, οι συζητήσεις διακόπηκαν λίγο μετά τη συνάντηση των αντιπροσωπειών των δύο πλευρών, με τους Ρεπουμπλικάνους διαπραγματευτές να κατηγορούν την άλλη πλευρά για παράλογη στάση.
Ο πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, είχε ζητήσει από τους Ρεπουμπλικάνους να αυξηθεί το όριο χωρίς τους όρους που έθεταν για τη μείωση των δαπανών, αλλά στη συνέχεια, όταν είδε πως δεν υποχωρούν, μπήκε σε μία διαπραγμάτευση.
Πολιτικά, αυτή είναι δύσκολη καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι ζητούν να τεθούν πρόσθετοι περιορισμοί για τη χορήγηση επιδόματος τροφής και άλλων κοινωνικών επιδομάτων σε οικονομικά αδύναμους Αμερικανούς πολίτες.