Ο αμερικανός υπουργός Άμυνας, ο Λόιντ Όστιν, είχε διατάξει τον Φεβρουάριο να επανεξεταστούν οι πολιτικές του Πενταγώνου ως προς τον αγώνα εναντίον του εξτρεμισμού στις τάξεις του.
Η ανακοίνωση είχε γίνει μετά την αποκάλυψη πως δεκάδες πρώην στρατιωτικοί συμμετείχαν στην επίθεση εναντίον του Καπιτωλίου της Ουάσινγκτον την 6η Ιανουαρίου, όταν χιλιάδες οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ εισέβαλαν στην έδρα του Κογκρέσου προκειμένου να εμποδίσουν την επικύρωση από τους κοινοβουλευτικούς της νίκης του Τζο Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του 2020.
«Η συντριπτική πλειονότητα των ανδρών και των γυναικών του υπουργείου Άμυνας υπηρετούν τη χώρα τους με τιμή και ακεραιότητα», τόνισε ο Λόιντ Όστιν, σύμφωνα με δελτίο Τύπου που συνοδεύει έκθεση ομάδας εργασίας για τον αγώνα κατά του εξτρεμισμού.
«Τηρούν τον όρκο που πήραν να υποστηρίζουν και να προασπίζουν το Σύνταγμα των ΗΠΑ», συνέχισε. «Θεωρούμε ότι μόνο πολύ μικρός αριθμός ανθρώπων παραβαίνει τον όρκο του συμμετέχοντας σε εξτρεμιστικές δραστηριότητες».
«Περίπου 100» μέλη του αμερικανικού στρατού, εν ενεργεία ή στην εφεδρεία, ενεπλάκησαν σε απαγορευμένες εξτρεμιστικές δραστηριότητες την περασμένη χρονιά, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Πενταγώνου, τον Τζον Κέρμπι.
Ο εκπρόσωπος δεν διευκρίνισε το είδος των δραστηριοτήτων αυτών, αλλά έφερε ως παραδείγματα τη συμμετοχή σε απόπειρες ανατροπής της κυβέρνησης ή διάπραξης ενεργειών «εσωτερικής τρομοκρατίας».
Στις νέες κατευθύνσεις, η ομάδα εργασίας δεν αναφέρεται ονομαστικά σε κάποια εξτρεμιστική οργάνωση.
Ανάμεσα στις συστάσεις που κάνει είναι να αυξηθεί η εκπαίδευση των στρατιωτικών για το τι συνιστά απαγορευμένη εξτρεμιστική δραστηριότητα.
«Αυτό συμπεριλαμβάνει κυρίως κατευθυντήριες γραμμές για τους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης, για το τι επιτρέπεται και τι όχι», εξήγησε ο Τζον Κέρμπι.