Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προσφέρθηκε να δώσει χάρη στον Τζούλιαν Ασάνζ αν ο ιδρυτής των WikiLeaks αποκάλυπτε την πηγή της πειρατείας στα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ, ειπώθηκε σήμερα σε δικαστήριο του Λονδίνου.
Η δικηγόρος του Ασάνζ, Τζένιφερ Ρόμπινσον, δήλωσε πως ήταν παρούσα σε μια συνάντηση στην οποία ο Ρεπουμπλικανός πρώην βουλευτής Ντάνα Ροραμπάχερ και ο Τσαρλς Τζόνσον, που φέρεται να είχε στενές σχέσεις με την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ, έκαναν την προσφορά αυτή το 2017.
Η Ρόμπινσον είπε πως ειπώθηκε στον Ασάνζ ότι ο Τραμπ ενέκρινε τη συνάντηση και πως ο Ροραμπάχερ θα συναντούσε αργότερα τον πρόεδρο για να του μεταφέρει την αντίδραση στην προτεινόμενη συμφωνία.
Είπε πως η συμφωνία παρουσιάστηκε στον Ασάνζ ως μια λύση «win-win» (ωφέλιμη για όλους) που θα του επέτρεπε να «συνεχίσει τη ζωή του» και σε αντάλλαγμα θα ήταν επίσης πολιτικά επωφελής για τον Τραμπ.
«Η πρόταση που έγινε από το μέλος του Κογκρέσου Ροραμπάχερ ήταν ο κ. Ασάνζ να κατονομάσει την πηγή για τις δημοσιοποιήσεις του 2016 με αντάλλαγμα κάποιας μορφής χάρη», ανέφερε η Ρόμπινσον σε ένα έγγραφο στο δικαστήριο.
Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το 2016, τα WikiLeaks δημοσίευσαν μια σειρά μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών που έπλητταν την υποψήφια των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον και τα οποία σύμφωνα με τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ ήταν αποτέλεσμα πειρατείας εκ μέρους της Ρωσίας στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών.
Η Ρωσία αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξή της και ο Τραμπ αρνήθηκε οποιαδήποτε συνέργεια με τη Μόσχα. Έρευνα του ειδικού εισαγγελέα των ΗΠΑ Ρόμπερτ Μιούλερ δεν κατέδειξε αν μέλη του επιτελείου του Τραμπ συνωμότησαν με τη Ρωσία στη διάρκεια των εκλογών.
Ο γεννημένος στην Αυστραλία Ασάνζ, 49 ετών, προσπαθεί να αποφύγει την έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες για συνωμοσία για πειρατεία σε κυβερνητικούς υπολογιστές και παραβίαση ενός νόμου περί κατασκοπίας σχετικά με τη δημοσιοποίηση διαβαθμισμένων τηλεγραφημάτων από το WikiLeaks το 2010-2011.