Σε μετωπική σύγκρουση με τα πανίσχυρα social media επέλεξε να έρθει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, κατηγορώντας το Twitter, το Facebook και τα άλλα μεγάλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι επεμβαίνουν στις αμερικανικές εκλογές και δη εναντίον του. Ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος υπέγραψε την Πέμπτη ένα εκτελεστικό διάταγμα για τον περιορισμό της προστασίας των εταιρειών μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ευελιξίας που απολαμβάνουν στην εποπτεία του περιεχομένου τους.
Καθώς ο έλεγχος στις δημοσιεύσεις των social media είναι σχεδόν αδύνατος, ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι θα κυνηγήσει σε οικονομικό επίπεδο τις εταιρείες μεγαθήρια, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «θα φροντίσουμε οι φόροι των Αμερικανών να μην πηγαίνουν στους γίγαντες των social media, οι οποίοι καταπιέζουν την ελεύθερη έκφραση».
«Είμαστε εδώ για να υπερασπιστούμε την ελευθερία της έκφρασης απέναντι σε έναν από τους χειρότερους κινδύνους» δήλωσε ο Τραμπ από το Οβάλ Γραφείο, όταν υπέγραψε το διάταγμα, που αναμένεται να αποτελέσει σημείο εκκίνησης μιας μακράς νομικής διαμάχης.
«Έχουν απεριόριστη δύναμη να λογοκρίνουν, να περιορίζουν, να κρύβουν, να αλλάζουν την πραγματικότητα στην επικοινωνία ανάμεσα σε ιδιώτες ή μεγάλες ομάδες πληθυσμού. Δεν υπάρχει προηγούμενο στην αμερικανική ιστορία με μια τόσο μικρή ομάδα εταιρειών να ελέγχει μια τόσο μεγάλη σφαίρα ανθρώπινης αλληλεπίδρασης» σημείωσε ο Τραμπ λίγο πριν υπογράψει το διάταγμα.
Από την πλευρά του το Twitter αντέδρασε χαρακτηρίζοντας το διάταγμα Τραμπ ως μια «πολιτική προσέγγιση σε έναν νόμο-ορόσημο. Το άρθρο 230 προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης και βασίζεται στις δημοκρατικές αξίες. Κάθε προσπάθεια μονομερής παρέμβασης απειλεί το μέλλον της ελευθερίας στο διαδίκτυο».
Ο ένοικος του Λευκού Οίκου κατηγόρησε ειδικότερα το Twitter ότι ενήργησε υπό την επιρροή «άποψης» και ότι δεν συμπεριφέρθηκε ως μια «ουδέτερη πλατφόρμα»... Δεν μπορούμε να το αφήσουμε να συνεχιστεί, είναι πολύ άδικο, είπε.
Παράλληλα, σημείωσε ότι έδωσε εντολή στον υπουργό Δικαιοσύνης, Ουίλιαμ Μπαρ, να συνεργαστεί με Πολιτείες για την επιβολή των δικών τους νομοθεσιών ενάντια σε αυτό που χαρακτήρισε ως παραπλανητικές επιχειρηματικές πρακτικές από εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Ο Τραμπ είχε απειλήσει να κλείσει τους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης, τους οποίους κατηγόρησε ότι «φιμώνουν» τις συντηρητικές φωνές, έπειτα από διαμάχη που είχε με το Twitter. Οι υπεύθυνοι του ιστότοπου επισήμαναν ως «παραπλανητικές» δύο αναρτήσεις του Αμερικανού προέδρου και ζήτησαν από τους χρήστες να ελέγξουν την εγκυρότητα των ισχυρισμών του.
«Μια χούφτα μονοπωλιακών μέσων κοινωνικής δικτύωσης ελέγχει ένα μεγάλο μέρος όλων των δημόσιων και ιδιωτικών επικοινωνιών στις Ηνωμένες Πολιτείες», ισχυρίστηκε.
«Είχαν ανεξέλεγκτη δύναμη να λογοκρίνουν, να περιορίσουν, να επεξεργαστούν, να διαμορφώσουν, να κρύψουν, να αλλάξουν, ουσιαστικά οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας μεταξύ ιδιωτών και του μεγάλου κοινού κοινού» προσθέτει.
Το σχέδιο του εκτελεστικού διατάγματος, το οποίο περιήλθε σε γνώση του CNN, στοχεύει σε έναν νόμο γνωστό ως «Νόμος περί ευπρέπειας στις επικοινωνίες». Το άρθρο 230 της νομοθεσίας παρέχει ευρεία ασυλία σε ιστότοπους που επιμελούνται και να εποπτεύουν τις δικές πλατφόρμες τους και έχει περιγραφεί από νομικούς εμπειρογνώμονες ως «οι 26 λέξεις που δημιούργησαν το Διαδίκτυο».
Το σχέδιο υποστηρίζει ότι οι προστασίες αυτές εξαρτώνται κυρίως από τεχνολογικές πλατφόρμες που λειτουργούν με «καλή πίστη» και ότι οι εταιρείες κοινωνικών μέσων δεν έχουν.
«Σε μια χώρα που εδώ και καιρό λατρεύει την ελευθερία της έκφρασης, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε έναν περιορισμένο αριθμό διαδικτυακών πλατφορμών να επιλέγουν το λόγο στον οποίο οι Αμερικανοί μπορούν να έχουν πρόσβαση και να μεταφέρουν διαδικτυακά», αναφέρει.
«Αυτή η πρακτική είναι ουσιαστικά μη αμερικανική και αντιδημοκρατική. Όταν μεγάλες, ισχυρές εταιρείες κοινωνικών μέσων λογοκρίνουν απόψεις με τις οποίες διαφωνούν, ασκούν μια επικίνδυνη δύναμη», προσθέτει.