Τρία χρόνια μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στον πόλεμο έχουν εμπλακεί δεκάδες χώρες, με τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο να… βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Σχεδόν τρία χρόνια μετά, ακόμη και οι πιο σκληροπυρηνικοί απομονωτιστές θα δυσκολευτούν να πουλήσουν τον πόλεμο ως «περιφερειακή σύγκρουση» μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, αναφέρει σε άρθρο της στο Politico η Εύα Χάρτογκ.
Αυτό που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022 ως ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός χερσαίος πόλεμος από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τώρα ανταγωνίζεται για τον τίτλο της μεγαλύτερης παγκόσμιας σύγκρουσης από τον Ψυχρό Πόλεμο, με δεκάδες χώρες να εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα.
Οι ξένες γλώσσες που μιλιούνται σε λασπωμένα χαρακώματα είναι μόνο ένα σημάδι του πώς η σύγκρουση λαμβάνει μια ολοένα και πιο διεθνή διάσταση.
«Η τελευταία φορά που είδαμε κάτι τέτοιο πιθανότατα θα ήταν η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν», είπε ο εξέχων ιστορικός του Ψυχρού Πολέμου, Σεργκέι Ράνττσενκο. «Τότε που υπήρχε υποστήριξη των μουτζαχεντίν από τη Δύση, αλλά και από το Πακιστάν, και πήγαιναν όλοι».
Πόλεμος μεσολάβησης
Όταν η Μόσχα εξαπέλυσε την πλήρη επίθεσή της στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, το Κρεμλίνο και οι προπαγανδιστές της τη δικαιολόγησαν ως απαραίτητη και αμυντική κίνηση κατά του ΝΑΤΟ.
Οι απόψεις διίστανται σχετικά με το εάν ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν σκόπευε πραγματικά να αντιμετωπίσει τη λεγόμενη συλλογική Δύση. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Πούτιν περίμενε ότι ο πόλεμος θα τελείωνε σε λίγες μέρες και ότι η Δύση θα καταδίκαζε τη στάση της Ουκρανίας.
«Θα ήταν μια τοπική σύγκρουση, αν είχε τελειώσει γρήγορα», είπε ο Ράνττσενκο. «Αλλά δεν τελείωσε γρήγορα».
Οι Ουκρανοί πολέμησαν με νύχια και με δόντια και τα στρατεύματα του Πούτιν χτυπήθηκαν τόσο πολύ ώστε να τραβήξουν την προσοχή της Δύσης. Η Ευρώπη ανησυχούσε ότι «παιζόταν» η δική της ασφάλεια, τη στιγμή που οι ΗΠΑ έπρεπε να στηρίξουν την εικόνα τους ως υποστηρικτές της δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Μέσα σε λίγες μέρες, τα δυτικά όπλα και οι μυστικές υπηρεσίες αναπτύχθηκαν, βοηθώντας τους Ουκρανούς να σταματήσουν τη ρωσική προέλαση, διεθνοποιώντας παράλληλα τη σύγκρουση.
Με την πάροδο του χρόνου, καθώς τα στρατεύματα και των δύο πλευρών άρχισαν να ταλαιπωρούνται από την πείνα και την κούραση, η διεθνής διάσταση που άρχισε να παίρνει ο πόλεμος έγινε ακόμα πιο ορατή και πιο σημαντική και για τις δύο χώρες.
Σήμερα, και οι δύο χώρες βασίζονται σε εξωτερική βοήθεια: η Ουκρανία, για να συνεχίσει να στέκεται όρθια και η Ρωσία για να διατηρήσει την κυριαρχία της στον αέρα και στο έδαφος, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τις επιπτώσεις του πολέμου στον ίδιο της τον πληθυσμό.
Καθώς έχουν πιέσει τον κόσμο για περισσότερους πόρους, και οι δύο πλευρές έχουν κάνει μεγάλες, ιδεολογικές αξιώσεις. Η Ουκρανία λέει ότι αγωνίζεται για «δημοκρατία». Η Ρωσία λέει ότι σταυροφορεί ενάντια σε αυτό που αποκαλεί αμερικανική ηγεμονία και «τη συλλογική Δύση».
Οι αξιώσεις της Μόσχας ήταν αρκετά πειστικές για το Ιράν, ώστε να της παράσχει drones Shahed, αλλά και για τη Βόρεια Κορέα για να της στείλει βαλλιστικούς πυραύλους, εκατομμύρια οβίδες και, πιο πρόσφατα, χιλιάδες στρατεύματα.
Το μεγαλύτερο «σωσίβιο» της Μόσχας είναι η Κίνα, η οποία έχει διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στη στήριξη της ρωσικής οικονομίας από τις δυτικές κυρώσεις παρέχοντας μια αγορά για το πετρέλαιο και τα λιπάσματά της, δίνοντάς της επίσης πρόσβαση στην -πολύ αναγκαία- τεχνολογία.
Δυτική βοήθεια
Εν τω μεταξύ, οι αντίπαλοι της Ρωσίας δεν έχουν μείνει στάσιμοι.
Ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει λάβει βοήθεια άνω των 220 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ενώ χώρες του ΝΑΤΟ έχουν παραδώσει όλο και πιο ισχυρά όπλα: Από οβίδες πυροβολικού στην αρχή του πολέμου, έως μαχητικά F-16 και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς ATACMS σήμερα.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση προώθησε τις προσπάθειες της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και της Γεωργίας να ενταχθούν στο μπλοκ.
«Χωρίς τη βοήθεια της Δύσης, ο πόλεμος δεν θα είχε επιβιώσει από τον πρώτο του χρόνο και θα είχε τελειώσει με μια συντριπτική ήττα για την Ουκρανία», είπε ο διευθυντής του Carnegie Russia Eurasia Center, Αλεξάντερ Γκαμπούεφ.
Αλλά και η Δύση έχει κολλήσει σε ορισμένα προστατευτικά κιγκλιδώματα, επιλέγοντας μια πιο προσεκτική στρατηγική έναντι της κλιμάκωσης. Προς μεγάλη απογοήτευση του Κιέβου, οι παραδόσεις όπλων ήρθαν σε φάσεις και με κανόνες.
Για σχεδόν τρία χρόνια, οι ηγέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη κώφευαν στις ολοένα και πιο απελπισμένες εκκλήσεις του Κιέβου για άδεια χρήσης όπλων μεγάλης εμβέλειας για να χτυπήσουν στόχους εντός της Ρωσίας.
Από την άλλη πλευρά, παρά τις συχνές απειλές από τη Μόσχα ότι θα μπορούσε να πλήξει μια δυτική πόλη, η επιλογή αυτή δεν είναι στα σχέδια του Πούτιν. Και, παρά τον συναγερμό από χώρες στην ανατολική πλευρά της Ευρώπης σχετικά με μια επικείμενη ρωσική εισβολή, τα στρατεύματα της Μόσχας έχουν απομακρυνθεί από το έδαφος του ΝΑΤΟ.
Η Κίνα, επίσης, έχει σεβαστεί ορισμένες από τις κόκκινες γραμμές της Δύσης, διασφαλίζοντας ότι δεν παραβιάζει άμεσα τις δυτικές κυρώσεις (αν και το κάνει έμμεσα) και, προς το παρόν, δεν παρέχει στη Ρωσία κανένα φονικό όπλο (αν και έχει παραδώσει μεμονωμένα εξαρτήματα και σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές, είναι ύποπτη για παράδοση drones).
Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές οι κόκκινες γραμμές δεν έχουν δοκιμαστεί. Η Ουκρανία εισέβαλε στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας και χρησιμοποίησε δυτικά όπλα για να χτυπήσει ρωσικούς στόχους, όπως ο στόλος της στη Μαύρη Θάλασσα. Τα στρατεύματα της Βόρειας Κορέας ταξίδεψαν στη Ρωσία. Και ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έδωσε τελικά το πράσινο φως στην Ουκρανία για χρήση όπλων μεγάλης εμβέλειας ATACMS που θα χρησιμοποιηθούν εναντίον στόχων σε ρωσικό έδαφος.
Ωστόσο, το πρόβλημα με τις διεθνοποιημένες συγκρούσεις -όπως ανακαλύπτει η Ουκρανία- είναι ότι οι εξωτερικοί υποστηρικτές μπορεί να είναι ιδιότροποι και η δέσμευσή τους μόνο τόσο βαθιά όσο η επόμενη εκλογική εκστρατεία.
Προς το τέλος του 2024, η όρεξη για υποστήριξη μιας ουκρανικής νίκης -που ορίστηκε ως επιστροφή στα σύνορα της Ουκρανίας του 1991- έχει μειωθεί στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες.
«Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι αν η Ουκρανία δεν κέρδιζε αρκετά γρήγορα, η Αμερική θα εγκατέλειπε», είπε η Νίνα Χρουστσόβα, καθηγήτρια διεθνών υποθέσεων στο New School στη Νέα Υόρκη και δισέγγονη του σοβιετικού ηγέτη Νικήτα Χρουστσόφ.
«Όλα αυτά φάνηκαν από την αρχή ως χολιγουντιανή σειρά», είπε. Αρχικά, πρόσθεσε, οι υποστηρικτές της Ουκρανίας πίστευαν ότι θα τελείωνε μετά από μια μόνο σεζόν. Υπήρχε όμως και συνέχεια.
«Και τώρα υπάρχει και τρίτη σεζόν, και έτσι φυσικά η προσοχή έχει ξεθωριάσει», είπε. «Δεν θέλουμε τέταρτη σεζόν, αλλά θα συμβεί».
«Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αποφυγή ενός πυρηνικού πολέμου με τη Ρωσία ήταν πάντα η Νο. 1 προτεραιότητα σε αυτή τη σύγκρουση. Η δεύτερη ήταν να βοηθά την Ουκρανία να κερδίσει», είπε ο Ρανττσένκο, προσθέτοντας πως «αυτοί οι δύο αντικρουόμενοι στόχοι πρέπει με κάποιο τρόπο να “συμφιλιωθούν”».
Το τέλος του πολέμου
Καθώς η σύγκρουση οδεύει προς την αρχή του τέταρτου έτους της, καμία από τις πλευρές δεν λαμβάνει όλη τη βοήθεια που θέλει. Εν τω μεταξύ, η σύγκρουση μοιάζει περισσότερο με πόλεμο φθοράς του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου παρά με έναν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υψηλής τεχνολογίας.
«Θα ήταν λογικό να δούμε χιλιάδες Ιρανούς και έναν συμπαγή στρατό Κινέζων να πολεμούν (για τη Ρωσία) στην Ουκρανία αυτή τη στιγμή», έγραψε τον Οκτώβριο ο υπερεθνικιστής ρώσος στοχαστής Αλεξάντερ Ντούγκιν, που θεωρείται ένας από τους ιδεολόγους του πολέμου της Ουκρανίας.
«Είναι λογικό όσοι είναι κατά της δυτικής ηγεμονίας και υπέρ ενός πολυπολικού κόσμου να υποστηρίξουν τη Ρωσία με ενέργειες. Και η Ρωσία θα τους στηρίξει στη συνέχεια στους δικούς τους αντιιμπεριαλιστικούς πολέμους».
Μέχρι στιγμής το όνειρο της Ρωσίας για παγκόσμια αλληλεγγύη δεν έχει οδηγήσει κάπου. Η Ρωσία εκτιμάται ότι χάνει περίπου 30.000 στρατιώτες τον μήνα και στρατολογεί εξίσου πολλούς για να τους αντικαταστήσει. Η Βόρεια Κορέα (προς το παρόν) δεν παρέχει αρκετά στρατεύματα για να κάνει σημαντική διαφορά.
Το Κίεβο βρίσκεται σε ακόμη πιο δεινή θέση. Οι αμφιβολίες για το βάθος της δυτικής υποστήριξης αυξάνονται τη στιγμή που οι Ουκρανοί αντιμετωπίζουν έναν ακόμη χειμώνα, αποδυναμωμένοι από το χαμηλό ηθικό και υποφέρουν από ελλείψεις σχεδόν σε όλα. Σύμφωνα με εκτίμηση του Πενταγώνου, η χώρα έχει αρκετά στρατεύματα για να αντέξει μόνο άλλους έξι έως δώδεκα μήνες προτού αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα.
Με τη Ρωσία και την Ουκρανία να αγωνίζονται να κινητοποιήσουν αρκετούς δικούς τους άνδρες, οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν χιλιάδες ξένους, κυρίως από φτωχές χώρες, για να συμμετάσχουν στον αγώνα τους.
Εκτός από τα στρατεύματα που παρέχει η Πιονγκγιάνγκ, η Μόσχα έχει στρατολογήσει μαχητές από την Κούβα, την Ινδία, το Νεπάλ, τη Συρία, τη Σερβία, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και τη Λιβύη με υποσχέσεις για γενναιόδωρους μισθούς και ρωσική υπηκοότητα (μια δέσμευση που δεν τηρείται πάντα, σύμφωνα με ορισμένους που έχουν καταταγεί).
Εν τω μεταξύ, η Ουκρανία, πέρα από τα οικονομικά κίνητρα, προσφέρει στους ξένους την ευκαιρία να βρίσκονται στη σωστή πλευρά της ιστορίας.
«Μαζί νικήσαμε τον Χίτλερ και θα νικήσουμε και τον Πούτιν», έγραψε ο τότε υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Ντμίτρο Κουλέμπα, στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X το 2022.
Αυτό οδήγησε σε μια κατάσταση όπου, περισσότερες από τρεις δεκαετίες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το υποτιθέμενο «τέλος της ιστορίας», οι Κολομβιανοί μάχονται με Κουβανούς, τραυματίζονται από θραύσματα και πεθαίνουν, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους.
«Αγωνιζόμαστε για την ελευθερία, ενώ οι Λατινοαμερικανοί από την άλλη πλευρά υπερασπίζονται ένα καθεστώς καταπίεσης», δήλωσε ένας Κολομβιανός στρατολογημένος στην 241η Ταξιαρχία του ουκρανικού στρατού.
Είπε ότι δεν υπήρχε πιο ευγενής λόγος για να πεθάνεις από την ελευθερία. «Αλλά αν παραμείνω ζωντανός, θέλω να μπορώ να πω στα παιδιά μου ότι ήμουν μέρος της ιστορίας».
Τελικά, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η έκβαση του πολέμου πιθανότατα θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις των βασικών υποστηρικτών των δύο πλευρών: του ΝΑΤΟ και της Κίνας.
«Εάν αποσύρετε την υποστήριξη του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, δεν θα υπάρχει Ουκρανία», είπε ο Γκαμπούεφ. «Αλλά εάν αποσύρετε την κινεζική υποστήριξη από τη ρωσική πολεμική προσπάθεια, θα αναγκάζατε τη Μόσχα να περιορίσει την όρεξή της και να μειώσει τις ελπίδες της ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της».
Αυτή τη στιγμή, η Κίνα φαίνεται να είναι ο κύριος ευεργέτης της σύγκρουσης, είπε ο Γκαμπούεφ. Ο πόλεμος έχει αποσπάσει την προσοχή της Ουάσιγκτον και βοήθησε το Πεκίνο να σφίξει τη Ρωσία – έναν αποδυναμωμένο αλλά, υπό τον Πούτιν, αξιόπιστο εταίρο.
Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει, ωστόσο, εάν η εμπλοκή της Βόρειας Κορέας στη σύγκρουση την κάνει να διαχυθεί στον Ινδο-Ειρηνικό, τον οποίο το Πεκίνο βλέπει ως το κατώφλι του, έλκοντας τη Νότια Κορέα και πιθανώς το ΝΑΤΟ.
Άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις ισορροπίες είναι ο απρόβλεπτος Τραμπ. Στη Μέση Ανατολή, η σύγκρουση του Ιράν με το Ισραήλ. Στην Ευρώπη, ένα κύμα δημοτικότητας για τα ακροδεξιά κόμματα, μερικά από τα οποία είναι δύσπιστα για την παροχή βοήθειας στην Ουκρανία.
Εν τω μεταξύ, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης, είπε ο Ρανττσένκο. «Όσο ο πόλεμος συνεχίζεται, υπάρχει ο κίνδυνος κάποιος άλλος να συμμετάσχει σε αυτόν».