Πάντα όταν μία χώρα εισβάλλει σε μια άλλη το κάνει για παραπάνω από έναν λόγους. Στην περίπτωση της Τουρκίας και της εισβολής της στη Συρία, αυτό γίνεται όχι μόνο για τις περιοχές του PKK και του YPG αλλά και κυρίως για τα κοιτάσματα των περιοχών αυτών. Αυτό φαίνεται και από την σχετική δημοσίευση άρθρου στην ιστοσελίδα της τουρκικής κρατικής ραδιοτηλεόρασης TRΤ, στο οποίο αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Η Τουρκία συνεχίζει αδιάκοπα τον αγώνα της κατά της τρομοκρατίας. Ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η δημιουργία μιας «ζώνης τρομοκρατίας» στη συνοριακή γραμμή δεν θα επιτραπεί ποτέ, η Άνκαρα διοργανώνει συνεχώς επιχειρήσεις στα βόρεια του Ιράκ και της Συρίας.
Η δημιουργία ιδίως μιας ασφαλούς ζώνης απαλλαγμένης από τρομοκρατικές οργανώσεις στην περιοχή, που θα ξεκινήσει από το βόρειο Ιράκ και θα συμπεριλάβει τη Συρία, είναι ένας από τους σημαντικότερους στόχους.
Η τρομοκρατική οργάνωση PKK συνεχίζει την κατοχή πολλών περιοχών στη βόρεια Συρία με την υποστήριξη των ΗΠΑ.
Η Συρία είναι μια χώρα πλούσια σε πόρους υδρογονανθράκων, αν και δεν είναι μπορεί να συγκριθεί με χώρες της περιοχής όπως το Ιράν και το Ιράκ. Το συριακό καθεστώς, το οποίο ήταν αυτάρκης και μάλιστα πραγματοποιούσε εξαγωγές πριν από τον εμφύλιο πόλεμο, εξαιτίας των καταστροφικών επιδράσεων του πολέμου, τις τρομοκρατικές οργανώσεις και τοπικής κυριαρχίας των μη κρατικών ενόπλων παραγόντων στη χώρα έχασε τον έλεγχο σχεδόν του συνόλου των ενεργειακών του πόρων.
Στα χέρια τρομοκρατικών οργανώσεων πέρασαν επίσης εύφορες γεωργικές εκτάσεις και φράγματα που παράγουν υδροηλεκτρική ενέργεια στον ποταμό Ευφράτη.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις τα αποθέματα αργού πετρελαίου της Συρίας ανέρχονται τα 2,5 δισεκατομμύρια βαρέλια. Αυτό καθιστά τη χώρα αυτή 32η χώρα με τα περισσότερα αποθέματα στον κόσμο.
Πριν από τον εμφύλιο πόλεμο, η Συρία είχε την ικανότητα να παράγει κατά μέσο όρο 9 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως.
Η πλειονότητα των ενεργειακών πόρων και της παραγωγικής ικανότητας που διέθετε το καθεστώς της Δαμασκού πριν από τον εμφύλιο πόλεμο στη χώρα έπεσε στα χέρια της τρομοκρατικής οργάνωσης ΝΤΑΕΣ την περίοδο 2013-2015.
Η τρομοκρατική οργάνωση ΝΤΑΕΣ ακολούθησε μια στρατηγική προέλασης κατά μήκος των ενεργειακών πεδίων από τα μέσα του 2013, όταν άρχισε να είναι αποτελεσματική στη χώρα.
Η ΝΤΑΕΣ κατέλαβε τα κοιτάσματα στις επαρχίες Ράκα, Χομς και Χασάκα, καθώς και στην Ντέιρ εζ-Ζορ, η οποία περιέχει τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της Συρίας.
Το 2016, η τρομοκρατική οργάνωση PKK/YPG κατέλαβε την πλειονότητα αυτών των περιοχών με την υποστήριξη των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την έκθεση με τίτλο «Πόλεμος φυσικών πόρων στη Συρία» που ετοίμασε η SETA, η «περιοχή Al-Omar», που βρίσκεται στην περιοχή που κατέχεται από την τρομοκρατική οργάνωση PKK/YPG, είναι το μεγαλύτερο κοίτασμα πετρελαίου που διαθέτει η χώρα. Η περιοχή Ντέιρ Αλ Ζορ είναι επίσης πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου.Είναι μια από τις περιοχές με πλούσιους και σημαντικούς φυσικούς πόρους της χώρας.Τα κοιτάσματα πετρελαίου στα ανατολικά του Ντέιρ Αλ Ζορ μόνο αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 30% όλων των ενεργειακών πόρων της χώρας.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, τονίζεται ότι η τρομοκρατική οργάνωση PKK/YPG ελέγχει σχεδόν τα τρία τέταρτα του συνόλου των ενεργειακών πόρων της χώρας. Υπολογίζεται ότι η PKK/YPG, η οποία έχει την υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ, απέκτησε περίπου 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια πετρελαϊκών εσόδων από αυτά τα κοιτάσματα.
Η τρομοκρατική οργάνωση PKK/YPG και το καθεστώς ελέγχουν από κοινού τις πετρελαιοπηγές στη Χασάκα. 30-35 χιλιάδες βαρέλια πετρελαίου εξορύσσονται καθημερινά από περίπου 350 πηγάδια μικρής κλίμακας στα κοιτάσματα Ρουμεϊλάν, Σουβεϊντιγιέ και Καράκοτς στα οποία συνεχίζεται η παραγωγή πετρελαίου.
Η τρομοκρατική οργάνωση έχει καταλάβει επίσης το Konoko, τη μεγαλύτερη εγκατάσταση φυσικού αερίου της Συρίας. Υπολογίζεται ότι στην περιοχή αυτή παράγονται περίπου 1,4 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως.
Σημαντικά φράγματα στη χώρα έχει καταλάβει και η τρομοκρατική οργάνωση PKK/YPG με τη στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ».