H Τάμπεα Άλτ χαιρετίστηκε κάποτε ως ένα θαύμα στη γερμανική γυμναστική, ένα νεαρό αστέρι που έφερε ελπίδα στο έθνος. Από τις πρώτες μέρες της στην εθνική βάση της Στουτγάρδης υπό την προπονήτρια Μαρί Λουίζ Μάι μέχρι το χάλκινο μετάλλιο της στη δοκό ισορροπίας στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2017, το ταξίδι της Αλτ φαινόταν προορισμένο για μεγαλείο. Αλλά η λαμπερή καριέρα της συγκάλυψε μια ανησυχητική πραγματικότητα, αυτή που αποκάλυψε στο Instagram το περασμένο Σάββατο.
Η Τάμπεα Άλτ, πρώην αθλήτρια της ενόργανης γυμναστικής που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση σε ηλικία 21 ετών, έγινε η τελευταία σε μια σειρά από αθλήτριες που δημοσιοποίησαν καταγγελίες για κακοποιήσεις και εξευτελισμούς που υπέστησαν επί σειρά ετών. Κατήγγειλε ότι η υγεία της «τέθηκε εσκεμμένα σε κίνδυνο» κατά τη διάρκεια της συνεργασίας της με τη ΓερμανικήΟμοσπονδία Γυμναστικής (DTB), καθώς πιέστηκε να αγωνιστεί παρά τους σοβαρούς τραυματισμούς της. Η αθλήτρια αποκάλυψε ότι αρχικά προσπάθησε να βρει λύσεις εσωτερικά, αποστέλλοντας επιστολή σε διάφορους υπεύθυνους.
Η Άλτ δήλωσε: «Για πολύ καιρό δίσταζα να εκφραστώ δημόσια για τις κακοποιήσεις που συνέβησαν στη Στουτγάρδη, αλλά και γενικότερα στη γυναικεία γυμναστική της Γερμανίας. Η ιδέα να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα εσωτερικά μου φαινόταν πιο ασφαλής (...). Πριν από τρία χρόνια, έγραψα μια λεπτομερή επιστολή στους προπονητές μου, τον ομοσπονδιακό προπονητή, τον πρόεδρο της DTB, τον γιατρό της ομάδας και άλλους υπεύθυνους (...). Πίστευα ότι αυτό ήταν το πρώτο βήμα για την αλλαγή, χωρίς να χρειαστεί να εκθέσω δημοσίως κανέναν. Όμως αγνοήθηκα ή απλώς δεν με πήραν στα σοβαρά».
Η Άλτ υπογράμμισε: «Σε όλα αυτά τα χρόνια, η υγεία μου τέθηκε σε κίνδυνο, καθώς αγνοούνταν οι ιατρικές εντολές, και μου επιτρεπόταν να προπονούμαι με πολλαπλά κατάγματα ή να μετέχω σε αγώνες. Δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό: οι διατροφικές διαταραχές, οι τιμωρητικές προπονήσεις, τα παυσίπονα, οι απειλές και οι εξευτελισμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο. Σήμερα γνωρίζω ότι ήταν συστηματική σωματική και ψυχική κακοποίηση. Πρέπει επιτέλους να ακουστούμε!».
Η πρώην αθλήτρια τόνισε ότι «πρόκειται για τους νέους αθλητές, για να διασφαλίσουμε ότι η υγεία τους και η καριέρα τους δεν θα σταματήσουν πριν καν ξεκινήσουν. Επιπλέον, αφορά την προστασία ενός από τα πιο όμορφα αθλήματα στον κόσμο. Αυτό το σύστημα πρέπει να αλλάξει για να εξελιχθεί».
Έρευνα για καταγγελίες κακοποίησης
Μόνο μετά τη δημόσια καταγγελία της Άλτ, οι αρμόδιοι της γερμανικής γυμναστικής έλαβαν μέτρα. Σύμφωνα με τις εφημερίδες Stuttgarter Zeitung και Stuttgarter Nachrichten, οι καταγγελίες της οδήγησαν στην προσωρινή αναστολή δύο προπονητών από το προπονητικό κέντρο της Στουτγάρδης.
Η Γερμανική Ομοσπονδία Γυμναστικής (DTB) ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει έρευνα σχετικά με τις καταγγελίες σωματικής και ψυχικής κακοποίησης που έκανε η 24χρονη, πλέον αποσυρμένη, αθλήτρια της ενόργανης.
Την Κυριακή, η DTB δήλωσε στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων DPA ότι έχει «συγκεκριμένες πληροφορίες για πιθανή κακή συμπεριφορά προπονητών στο ομοσπονδιακό κέντρο εκπαίδευσης στη Στουτγάρδη».
«Το αντικείμενο της έρευνας θα είναι πιθανές παραβάσεις από προπονητές, καθώς και λάθη στο σύστημα υψηλού επιπέδου αθλητισμού στα εθνικά κέντρα», ανέφερε η ομοσπονδία.
Δεν είναι η πρώτη φορά που αθλήτριες της γυμναστικής καταγγέλλουν κακοποιήσεις στον χώρο. Η πιο ηχηρή υπόθεση ήταν αυτή του Λάρι Νάσαρ, γιατρού της ομάδας γυμναστικής των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος καταδικάστηκε σε περισσότερα από 100 χρόνια φυλάκισης για κακοποιήσεις που διήρκεσαν πάνω από μία δεκαετία.
Πρόσφατα περιστατικά
Μόλις 11 ημέρες πριν τις καταγγελίες της Άλτ, η ανερχόμενη αθλήτρια Μόλι Τζάουκ ανακοίνωσε την αποχώρησή της από τον αθλητισμό σε ηλικία 17 ετών.
Σε ανάρτησή της στο Instagram, εξήγησε ότι ήθελε να επιστρέψει στην ενόργανη μετά από ρήξη πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, αλλά τελικά αποφάσισε να μην το κάνει.
«Ακούω την εσωτερική μου φωνή και αποχωρώ από τον υψηλού επιπέδου αθλητισμό» έγραψε. «Όχι επειδή δεν θέλω να παλέψω άλλο, ούτε επειδή το σώμα μου δεν μπορεί πια — αλλά επειδή ψυχικά δεν μπορώ άλλο. Το γυμναστήριο, που ήταν το σπίτι μου για τόσο καιρό, είναι πλέον ένας χώρος όπου δεν νιώθω άνετα.»