Έπειτα από τουλάχιστον δύο χρόνια πολεμικών επιχειρήσεων, Ηλίου φαεινότερον είναι ότι οι ΗΠΑ, μέσω Ουκρανίας, στέλνουν την Ευρώπη ως πρόβατον επί σφαγήν στην πολεμική μηχανή της Ρωσίας.
Η κατάσταση που επικρατεί στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία, που είναι σε… αποδρομή.
Ων σε πανικό, ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς πραγματοποίησε την Τρίτη 29 Οκτωβρίου μια «βιομηχανική σύνοδο κορυφής», μαζί με ηγέτες επιχειρήσεων και επικεφαλής συνδικάτων, με θέμα το πώς να βγάλουν τη Γερμανία από την τρέχουσα αδιαθεσία της.
Εκτός λίστας οι δικοί του υπουργοί Οικονομικών και Οικονομίας.Ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο υπουργός Οικονομίας, απάντησε αποκαλύπτοντας σχέδια για ένα επενδυτικό ταμείο πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, χρηματοδοτούμενο με χρέος -ιδέα που δεν είχε συζητηθεί προηγουμένως στο υπουργικό συμβούλιο- ενώ ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ απλώς προγραμμάτισε τη δική του, αντίπαλη επιχειρηματική σύνοδο κορυφής την ίδια μέρα.
Η μονομαχία των συνόδων κορυφής, στο πλαίσιο μιας στάσιμης οικονομίας και της Volkswagen που σκέφτεται το κλείσιμο εγχώριων εργοστασίων για πρώτη φορά στην ιστορία της, συμβολίζει την αναταραχή στην καρδιά του συνασπισμού του Σολτς – ενός γάμου χωρίς αγάπη που φτάνει από ό,τι φαίνεται στο διαζύγιο, όπως αναφέρει το bankingnews.gr
Οι εικασίες στο Βερολίνο ότι η συμμαχία θα μπορούσε σύντομα να καταρρεύσει αυξάνονται, αποσυναρμολογημένη από τις δικές της εσωτερικές αντιφάσεις.Αρκετά γερμανικά μέσα ενημέρωσης έχουν ορίσει ακόμη και μια πιθανή ημερομηνία για πρόωρες εκλογές: 9 Μαρτίου, σχεδόν έξι μήνες νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα.
Την Τρίτη, ο Λίντνερ απέρριψε τις εικασίες ότι το τέλος ήταν κοντά. «Υπάρχει κάτι που λέγεται υποχρέωση διακυβέρνησης», είπε, «και για τη Γερμανία είναι πάντα καλύτερο όταν μια κυβέρνηση συμφωνεί σε μια κοινή κατεύθυνση, την περιγράφει και την εφαρμόζει».
Αλλά πολλοί άλλοι πιστεύουν ότι οι πιθανότητες των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) του Σολτς, των Πρασίνων του Χάμπεκ και των φιλελεύθερων Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) του Λίντνερ να ανακαλύψουν αυτή την κοινή κατεύθυνση κατά το τελευταίο έτος της εξουσίας τους είναι ελάχιστες.
«Δεν έχουμε δει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 τέτοιες θεμελιώδεις διαφορές – και τέτοια επιχειρήματα – μεταξύ των εταίρων σε έναν γερμανικό συνασπισμό», δήλωσε ο Uwe Jun, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Trier αναφερόμενος στη διάλυση της συμμαχίας SPD-FDP. το 1982.
H Γερμανία απέφυγε την ύφεση αλλά... παραμένει μαγνήτης αρνητικών μακροοικονομικών ειδήσεων
Στο μεταξύ, αύξηση 0,2% κατέγραψε το ΑΕΠ της Γερμανίας το τρίτο τρίμηνο του 2024, η οποία αποτέλεσε έκπληξη για τους αναλυτές.
Αυτό επέτρεψε στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης να αποφύγει προσώρας την ύφεση που είχαν προβλέψει ορισμένοι οικονομολόγοι, καθώς παλεύει με τη συρρίκνωση στον μεταποιητικό της τομέα.
«Παρόλο που αποφεύχθηκε μια τεχνική ύφεση, η γερμανική οικονομία παραμένει μόλις και μετά βίας μεγαλύτερη από ό,τι ήταν στην αρχή της πανδημίας» ανέφεραν οι αναλυτές της ING σε σημείωμά τους την Τετάρτη, χαρακτηρίζοντας τη χώρα «μαγνήτη για αρνητικές μακροοικονομικές ειδήσεις».
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Destatis, η γερμανική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 0,2% σε τριμηνιαία βάση το τρίτο τρίμηνο του 2024, μετά από συρρίκνωση κατά 0,1% το δεύτερο τρίμηνο, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία.
Οι αναλυτές ανέμεναν μείωση του ΑΕΠ με ρυθμό 0,1%.
Εν τω μεταξύ, ο ετήσιος ρυθμός του ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,2% το γ' τρίμηνο, μετά τη μηδενική ανάπτυξη που είχε αναφερθεί το β' τρίμηνο και έναντι της πρόβλεψης -0,3%.
Συνολικά για το τρέχον έτος, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναμένει ύφεση 0,2%.
Από την πλευρά των οικονομολόγων, ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου Clemens Fuest εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος και δήλωσε ότι «η γερμανική οικονομία κατάφερε προς το παρόν να σταματήσει την πτώση», ενώ σημείωσε ότι και στους δείκτες που ερευνά το Ifo, οι επιχειρήσεις εμφανίζονται περισσότερο αισιόδοξες για τις εξελίξεις από ό,τι το προηγούμενο διάστημα.
Την ίδια ώρα πάντως τόσο η Bundesbank όσο και το ΔΝΤ αναφέρουν ότι δεν διαφαίνεται πραγματική ανάκαμψη και παραπέμπουν στο γεγονός ότι οι οικονομίες των βιομηχανικών χωρών του κόσμου αναπτύσσονται ταχύτερα από αυτήν της Γερμανίας.
Τι γίνεται με τη Volkswagen;
Στο μεταξύ, η κρίση στη Volkswagen γεννά ένα εύλογο ερώτημα: Μπορεί να μειώσει το κόστος της εξόδου της από την κρίση;
Η αυτοκινητοβιομηχανία σχεδιάζει να κλείσει πολλά εργοστάσια και να καταργήσει δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Σε αυτό το σημείο, όμως, το ερώτημα δεν είναι πλέον εάν η VW χρειάζεται αναδιάρθρωση, αλλά εάν το τσεκούρι θα είναι αρκετά αιχμηρό για να λύσει τα προβλήματά της.
Ο γερμανικός όμιλος πιο πρόσφατα σημείωσε μείωση 64% στα κέρδη του τρίτου τριμήνου.
Η Κίνα είναι ένα βασικό ζήτημα, καθώς οι εγχώριες αυτοκινητοβιομηχανίες παράγουν φθηνότερα και καλύτερα οχήματα.
Οι παραδόσεις της VW στην περιοχή μειώθηκαν κατά 10% τους πρώτους εννέα μήνες του έτους.
Η συνεισφορά από τις κοινοπραξίες της στην Κίνα φέτος θα είναι περίπου 1,6 δισ. ευρώ «ανάλογου λειτουργικού εισοδήματος», πιστεύει η VW, περίπου το ήμισυ του ποσού το 2022.
Ο ανταγωνισμός από τις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες -είτε στην Κίνα είτε στο εξωτερικό- είναι διαρθρωτικός και δεν θα αναστρέφεται εύκολα.
Οι δασμοί της ΕΕ στα κινεζικά EV θα επιβραδύνουν, αντί να σταματήσουν, τη διείσδυση.
Αυτό, συν μια αναμφισβήτητα κυκλική επιβράδυνση στις ευρωπαϊκές πωλήσεις οχημάτων - που φέτος αναμένεται να είναι 14 εκατομμύρια στην αγορά σε σύγκριση με 16 εκατομμύρια πριν από την πανδημία - αναγκάζει τη VW να αντιμετωπίσει τη μη βιώσιμη υψηλή βάση κόστους της.
Μεγάλο μέρος του προβλήματος έγκειται στη βασική μάρκα VW του ομίλου.
Το τρίτο τρίμηνο, το περιθώριο πωλήσεων μειώθηκε στο 1,8% - ποσοστό πολύ χαμηλότερο από τον στόχο του ομίλου για το 2024 (5,6%).
Σύμφωνα με το S&P Capital IQ, η ανταγωνιστική Renault εξετάζει περιθώρια ebit για ολόκληρο το έτος κοντά στο 8%.
Η Volkswagen θέλει να αυξήσει το περιθώριο κέρδους της μάρκας VW στο 6,5% έως το 2026.
Πέρυσι προέβλεψε βελτιώσεις απόδοσης 10 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Το κλείσιμο των εργοστασίων που προαναφέρθηκε και οι απολύσεις ενδέχεται να προσθέσουν άλλα 4 δισ. ευρώ, πιστεύει ο Daniel Schwarz στη Stifel.
Συνολικά, τέτοια μέτρα αντιπροσωπεύουν περίπου το 15% των πωλήσεων της μάρκας VW - πολύ περισσότερα από όσα χρειάζεται για να επιτύχει τον στόχο περιθωρίου κέρδους.
Οι επενδυτές ελπίζουν ότι μια τέτοια υπέρβαση υποδηλώνει τις τεράστιες δυνατότητες της VW να μειώσει τα κόστη και να σταματήσει την κατρακύλα στις πωλήσεις οχημάτων.
Ωστόσο, το περιβάλλον βαίνει επιδεινούμενο, δεδομένου ότι οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες συνεχίζουν να κερδίζουν μερίδια στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι περικοπές και τα κλεισίματα θα αντιμετωπίσουν σφοδρή αντίθεση, εξηγεί γιατί οι μετοχές της VW διαπραγματεύονται 3,3 φορές τα κέρδη του επόμενου έτους.
Οι επενδυτές ξεκάθαρα δεν πιστεύουν ότι η αυτοκινητοβιομηχανία θα επανέλθει…