Εξωπραγματικά όμορφος αλλά και σκοτεινός, βαθιά ερωτικός αλλά και κυνικός, γεννημένος για να μονοπωλεί τα βλέμματα αλλά και μοναχικός, άγγελος αλλά και διάβολος ενίοτε…: Αυτές ήταν οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες όψεις του σμιλεμένου λες από σπουδαίο γλύπτη προσώπου του Αλέν Ντελόν που έφυγε χθες από τη ζωή, στα 88 του χρόνια, βάζοντας τέλος σε μια ολόκληρη εποχή που ο ίδιος σφράγισε ανεξίτηλα.
Η αντιφατική αυτή φύση του, που παρέμεινε αμετάβλητη σε όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής του και επηρέασε όλες τις προσωπικές σχέσεις και τις επιλογές του, ήταν δημιούργημα μιας μεγάλης, βαθιάς και ισόβιας πληγής, εκείνης που χάραξε στην παιδική ψυχή του η εγκατάλειψη των γονιών του. Ήταν μόλις 4 ετών όταν χώρισαν και πήραν τη σκληρή απόφαση να τον δώσουν σε μια άλλη οικογένεια για να τον μεγαλώσει προκειμένου να συνεχίσουν τη ζωή τους.
«Από νωρίς κατάλαβα τι ήταν ο χωρισμός, η εγκατάλειψη και η μοναξιά… Πώς καταλαβαίνεις ότι οι γονείς σου σε ξεφορτώθηκαν όταν ήσουν μόλις 4 ετών; Δεν ήμουν η προτεραιότητά τους. Ήμουν 4 χρονών και με έδιωξαν... Δεν έχω δει ποτέ τους γονείς μου μαζί. Ο πατέρας μου από τη μια πλευρά, η μητέρα μου από την άλλη. Ο καθένας σε μια ακτή κι εγώ σε ένα νησί ανάμεσα...» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος σε μια εκ βαθέων συνέντευξη που παραχώρησε το 2018, στο «Paris Match».
Κάπως έτσι λοιπόν, μεταμορφώθηκε σε ένα τρομερό και βαθιά δυστυχισμένο παιδί που έκανε ότι μπορούσε για να τραβήξει την προσοχή. Έμπλεκε σε καβγάδες, ήταν κάκιστος μαθητής, έπαιρνε διαρκώς αποβολές από τα σχολεία που φοιτούσε, το έσκαγε από το σπίτι, μέχρι και στο ναυτικό κατετάγη στα 17 του μόλις χρόνια. Στο μεταξύ οι θετοί του γονείς είχαν πεθάνει και η κηδεμονία επέστρεψε στους φυσικούς οι οποίοι, έχοντας κάνει πλέον νέες οικογένειες, δεν είχαν διαθέσιμα αποθέματα αγάπης και στοργής γι΄ αυτό το αγρίμι που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Ένα αγρίμι που που θα μεταμορφωνόταν σε έναν τραγικό ήρωα και που σε όλη τη ζωή του θα συνέχιζε να αναζητά απελπισμένα την αποδοχή και την αγάπη που στερήθηκε ως παιδί με όποιον τρόπο μπορούσε. Είτε σαγηγεύοντας τον απανταχού γυναικείο πληθυσμό με την απόκοσμη ομορφιά του είτε υποδυόμενος εξαιρετικά τους σκοτεινούς, ατίθασους αλλά και τρυφερούς ταυτόχρονα ήρωες των ταινιών του Βισκόντι, του Αντονιόνι και άλλων σημαντικών σκηνοθετών. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια κατάφερε να γίνει ο πιο ποθητός άνδρας του κόσμου, το απόλυτο κινηματογραφικό είδωλο και έμοιαζε να το απολαμβάνει.
«Θέλω να με αγαπούν όσο εγώ τον εαυτό μου» δήλωνε με περισσό εγωκεντρισμό και βαθιά αλαζονεία αποκαλύπτοντας όμως, παράλληλα, έστω και με τον κυνικό αυτό τρόπο, τη μεγάλη, αγιάτρευτη πληγή του. Μια πληγή που καμιά επιτυχία, κανένας έρωτας, καμία σχέση, καμιά γυναίκα δεν κατάφερε να επουλώσει, αν και πολλές ήταν εκείνες που το προσπάθησαν με όλες τους τις δυνάμεις.
Πρώτη και καλύτερη η Ρόμι Σνάιντερ, με την οποία έζησε έναν μεγάλο έρωτα, που κράτησε πέντε χρόνια, από το 1959 έως το 1963, και παρότι την εγκατέλειψε, αφήνοντάς της ένα γράμμα στο οποίο της ομολογούσε πως έφευγε με μια άλλη γυναίκα, την μετέπειτα σύζυγό του Νάταλι με την οποία απέκτησε τον γιο του Άντονι, παρέμεινε στενά δεμένη μαζί του σε όλη τη διάρκεια του σύντομου και τραγικού βίου της, μη διστάζοντας μάλιστα να δηλώσει δημόσια ότι εκείνος ήταν ο πιο σημαντικός άνδρας της ζωής της.
Την τελευταία νύχτα που πέρασαν μαζί, εκείνη νεκρή, στα 43 της μόλις χρόνια, παραδομένη στον πόνο της απώλειας του 14χρονου γιου της, κι εκείνος δίπλα της, να τήν κοιτάζει συντετριμμένος, ήταν ίσως η μοναδική στιγμή που συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν η μεγάλη αγάπη της ζωής του. Η συγκλονιστική ερωτική επιστολή που τής έγραψε, εκείνη την τραγική νύχτα, τα λέει όλα: «Σε βλέπω να κοιμάσαι. Είμαι μαζί σου, δίπλα στο κρεβάτι σου. Φοράς ένα μακρύ μαύρο φόρεμα με ένα κόκκινο κέντημα στο μπούστο. Αυτά είναι λουλούδια, νομίζω, αλλά δεν τα κοιτάζω. Θα πω αντίο, το μεγαλύτερο αντίο, Puppelé μου. Έτσι σε φώναζα. Στα γερμανικά σημαίνει "μικρή κούκλα". Δεν κοιτάζω τα λουλούδια, αλλά το πρόσωπό σου και νομίζω ότι είσαι όμορφη, και ενδέχεται να μην υπήρξες ποτέ τόσο όμορφη. Νομίζω επίσης ότι αυτή είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου –και στη δική σου– σε βλέπω ήρεμη και ανακουφισμένη. Είσαι τόσο ήσυχη, είσαι τόσο ωραία, πόσο όμορφη είσαι. Ωσάν ένα χέρι να διέγραψε απαλά από το πρόσωπό σου όλες τις εντάσεις, όλα τα άγχη της ατυχίας. Σε παρακολουθώ να κοιμάσαι. Μου λένε ότι είσαι νεκρή. Σκέφτομαι εσένα, εμένα, εμάς … Ήρθες από τη Βιέννη και σε περίμενα, στο Παρίσι, με ένα μπουκέτο λουλούδια πού δεν ήξερα πώς να κρατήσω…Και τότε σε ερωτεύτηκα παράφορα. Και με ερωτεύτηκες και εσύ. Θεέ μου ήμασταν νέοι, όπως ήμασταν και ευτυχισμένοι…Μετά η ζωή… η ζωή μας, που δεν είναι δουλειά κανενός, μας χώρισε …] "Puppelé" μου, σε κοιτάζω ξανά και ξανά. Θέλω να σε καταβροχθίσω με τα μάτια μου και να σου λέω ξανά και ξανά ότι ποτέ δεν ήσουν τόσο όμορφη και ήρεμη. Ξεκουράσου. Είμαι εδώ. Έμαθα λίγα γερμανικά μαζί σου. Ich liebe dich. Σε αγαπώ. Σε αγαπώ Puppelé μου».
Ούτε ο πόνος της μεγάλης αυτής απώλειας, ωστόσο, στάθηκε ικανός να τον αλλάξει. Συνέχισε να ερωτεύεται παράφορα, και μετά από κάποια χρόνια να αναζητά μια νέα φλόγα, ένα νέο πάθος για να καλύψει το απέραντο εσωτερικό κενό που είχε αφήσει μέσα του η έλλειψη της γονεϊκής αγάπης.
«Υπάρχουν κενά που δεν θα καλυφθούν ποτέ. Και ακόμα κι όταν ζούσα με μια γυναίκα, όταν αγαπούσα μια γυναίκα, ένιωθα μόνoς. Πάντα ένιωθα έτσι. Αυτή η μοναξιά που πάντα κουβαλούσα μαζί μου χρονολογείται σίγουρα από την παιδική μου ηλικία. Ήμουν μόλις 4 ετών όταν κατάλαβα ότι μπορεί να σε εγκαταλείψουν αυτοί που αγαπάς περισσότερο» είχε εξομολογηθεί σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις.
Δυστυχώς, τα συναισθηματικά αυτά κενά δεν κατάφεραν να καλύψουν ούτε τα παιδιά του, ο Άντονι, ο Αλέν-Φαμπιέν και η Ανούσκα που απέκτησε με την επί 15 χρόνια σύντροφό του, μοντέλο από την Ολλανδία Ροζαλί Βαν Μπρέμεν αλλά και ο Άρι Μπουλόν, καρπός του έρωτά του με την Γερμανίδα τραγουδίστρια και ηθοποιό Nico, τον οποίο όμως δεν αναγνώρισε ποτέ, που γεννήθηκε το 1962 και πέθανε το 2023, στα 60 του χρόνια. Ειδικά με τους δυο γιους τους η σχέση του υπήρξε διαχρονικά εκρηκτική, με διαρκείς εντάσεις και μεγάλα διαστήματα αποξένωσης: «Δεν είμαι σίγουρος ότι ήμουν καλός πατέρας για αυτούς, ούτε καλός παππούς για τα εγγόνια μου. Ήμουν έτοιμος; Δεν το πιστεύω...» παραδεχόταν ο ίδιος.
Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να προσφέρει στα παιδιά του την βαθιά, άδολη, αδιαπραγμάτευτη αγάπη που δεν γνώρισε ποτέ; Γιατί την προσοχή των γονιών του κατάφερε να την κερδίσει, την αγάπη τους όμως, που τόσο είχε ανάγκη, όχι: «Και οι δύο ήρθαν πιο κοντά μου όταν έγινα διάσημος. Ξαφνικά, θυμήθηκαν ότι είχαν έναν γιο. Η μητέρα μου άρχισε να αποκαλεί τον εαυτό της Μαντάμ Ντελόν παρόλο που το επίθετό της ήταν Μπουλόν. Είχε γίνει γκρουπι και όχι πια μητέρα. Όσο για τον πατέρα μου, ήταν πιο παρών στο τέλος της ζωής του. Αλλά όλα αυτά δεν αναπληρώνουν όσα δεν είχα ως παιδί, όσα δεν μου χαρίστηκαν, την αγάπη των γονιών μου.»