Δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά ταυτόχρονα έμφαση στην άμυνα, τις νέες τεχνολογίες, την «πράσινη μετάβαση»... Δεν είναι εύκολο να ανταποκριθεί σε όλα αυτά η Ευρώπη των «27». Η «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» με διακηρυγμένο στόχο να καταστεί «κλιματικά ουδέτερη» η ΕΕ μέχρι το 2050 ήταν το μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο σχέδιο της απερχόμενης Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Για να υλοποιηθεί όμως, απαιτούνται επενδύσεις ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ ετησίως. Ακόμη και σε εποχές παχιών αγελάδων το ποσό αυτό θα ήταν τεράστιο. Στις σημερινές εποχές γίνεται δυσθεώρητο, όταν μάλιστα απαιτούνται αυξημένες δαπάνες για την άμυνα ή τη διασφάλιση της ενεργειακής τροφοδοσίας.
Ποιος θα πληρώσει για όλα αυτά; Πολλές ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα χρέους και καταγράφουν αυξημένα ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό. Για τα 20 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης τα περιθώρια ελιγμών περιορίζονται ακόμη περισσότερο, καθώς το Σύμφωνο Σταθερότητας επιβάλλει σαφείς κανόνες: Θεωρητικά το δημόσιο χρέος δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα πρέπει να περιορίζεται στο 3%. Οι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας είχαν ανασταλεί επί πανδημίας, αλλά από φέτος επανέρχονται σε ισχύ.
Αυτό δεν αλλάζει ούτε με την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας που οριστικοποιήθηκε πρόσφατα, μετά από διαπραγματεύσεις πολλών μηνών. Το νέο στοιχείο είναι ότι οι κανόνες προβλέπουν μεγαλύτερη ευελιξία, επιτρέποντας σε κάθε χώρα να κάνει τη δική της διαπραγμάτευση με την ΕΕ για την εξυγίανση στα δημόσια οικονομικά της. Μιλώντας στο Brussels Economic Forum τον Μάιο, ο υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας Κωστής Χατζηδάκης έλεγε ότι πρόκειται για έναν «καλό» και χαρακτηριστικό ευρωπαϊκό συμβιβασμό, αλλά προειδοποιούσε ότι, σε τελική ανάλυση, «οι αγορές είναι εκείνες που επιβάλλουν δημοσιονομική σύνεση. Όποιος το αγνοεί αυτό, τελικά το διδάσκεται, όπως συνέβη την περασμένη δεκαετία με εμάς τους Έλληνες».
Εξαίρεση για ορισμένες κατηγορίες δαπανών;
Ωστόσο, πολλοί εκτιμούν ότι οι καιροί δεν προσφέρονται για δημοσιονομική εγκράτεια. Η Τέα Ζαρκ, εκπρόσωπος της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUC) στις Βρυξέλλες, επισημαίνει ότι οι επενδύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν μπορούν να εξομοιώνονται με τις καταναλωτικές δαπάνες και προειδοποιεί ότι «όταν επιβάλλουμε περιορισμούς αντί να διευκολύνουμε τη χρηματοδότηση των απαραίτητων επενδύσεων, είναι σαν να θεωρούμε ζήτημα ήσσονος σημασίας την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία».
Παρόμοιες συζητήσεις διεξάγονται σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ, με μόνιμη επωδό το αίτημα να εξαιρεθούν από τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας συγκεκριμένες κατηγορίες δαπανών, από την άμυνα και την αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος μέχρι την ψηφιοποίηση της οικονομίας. Τι δέον γενέσθαι;
Μία εύλογη εναλλακτική λύση για να ανακουφισθεί ο δημόσιος τομέας θα ήταν η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Ενώ όμως η Ευρώπη είναι «γίγαντας» όσον αφορά τον πληθυσμό της (450 εκατομμύρια) ή το ΑΕΠ της (17 τρισεκατομμύρια ευρώ), παραμένει «νάνος» στην κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων. «Είναι πραγματικά ντροπή ότι ακόμη δεν έχουμε στην Ευρώπη ενιαία αγορά κεφαλαίων» επισημαίνει η Πολωνέζα ευρωβουλευτής και πρώην Επίτροπος Ντανούτα Χούμπνερ. Η ίδια εξηγεί ότι «στις ΗΠΑ η αγορά κεφαλαίων είναι διπλάσια από την ΕΕ» και αυτό οφείλεται στο ότι κάθε ευρωπαϊκή χώρα επιμένει στους δικούς της κανόνες, από την αποταμίευση μέχρι τη φορολόγηση.
Μάλιστα ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι επισημαίνει ότι «σε δημόσιες τοποθετήσεις του ουδείς στην Ευρώπη θα εξέφραζε την αντίθεσή του σε μία ενιαία αγορά κεφαλαίων, αλλά όταν συναντώνται οι υπουργοί Οικονομικών αποδεικνύεται εξαιρετικά επίπονο να επιτευχθεί η παραμικρή πρόοδος».
«Όχι» του Βορρά στην ανάληψη κοινού χρέους
Μία άλλη πηγή χρηματοδότησης θα ήταν η ανάληψη κοινού χρέους από όλα τα κράτη-μέλη. Η συνταγή δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στην περίοδο της πανδημίας. Τώρα ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων επαναφέρει την ίδια συνταγή, αλλά σε διαφορετική συσκευασία. Στόχος δεν είναι πλέον τα «ευρω-ομόλογα», αλλά τα «κοινά εργαλεία για την επίτευξη κοινών στόχων». Ωστόσο, χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Φινλανδία εκφράζουν την αντίθεσή τους σε μία ανάληψη κοινού χρέους. Και αυτό γιατί φοβούνται ότι θα απολέσουν την υψηλή πιστοληπτική ικανότητα, που έχουν εξασφαλίσει μέχρι σήμερα από τους οίκους αξιολόγησης.
Κάποια άλλη ιδέα; Η Γιούλια Καγιέ, καθηγήτρια Οικονομικών στο πανεπιστήμιο Science Po του Παρισιού, προτείνει στους ιθύνοντες να απευθυνθούν στα υψηλότερα εισοδήματα, στους «πλούσιους» και προτείνει, πολύ συγκεκριμένα, την επιβολή φόρου περιουσίας απευθείας από την ΕΕ και σε όλες τις χώρες της ΕΕ, γιατί μόνο έτσι θα διασφαλιστούν οι απαραίτητες εισπράξεις. «Ασφαλώς είναι πολλοί εκείνοι που θα επιχειρήσουν να μην πληρώσουν αυτόν τον φόρο» λέει η Καγιέ στην DW. «Αλλά αν το αντίτιμο γι' αυτή την επιλογή τους είναι να απολέσουν την ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη, νομίζω ότι θα το ξανασκεφθούν».
Οι ίδιοι θα μπορούσαν να καλύψουν επίσης ένα σημαντικό μέρος από το κόστος για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Όπως λέει η Γαλλίδα οικονομολόγος «μία σειρά μελετών, όπως εκείνη που εξέδωσε το World Inequality Lab, δείχνει ότι οι πλούσιοι επιβαρύνουν το περιβάλλον πολύ περισσότερο από τους φτωχούς, καθώς διαθέτουν μεγαλύτερα σπίτια, ρυπογόνα αυτοκίνητα, πολυτελή γιοτ ή ιδιωτικά αεροσκάφη και όλα αυτά προκαλούν μεγαλύτερες εκπομπές ρύπων».
Με την επιβολή περιβαλλοντικού φόρου, που θα αυξάνεται προοδευτικά ανάλογα με το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, οι ευημερούντες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν με πιο δίκαιο τρόπο στην «πράσινη μετάβαση», κατά την ίδια λογική που ευλόγως υπόκεινται σε υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές όταν τα εισοδήματά τους αυξάνονται.