Έφυγε από τη ζωή η Ζοράγια τερ Μπικ, η 29χρονη Ολλανδή που εξέφρασε την επιθυμία να κάνει ευθανασία γιατί, όπως έλεγε, ποτέ δεν είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το άγχος και την κατάθλιψη.
Η γυναίκα πέθανε το μεσημέρι της Τετάρτης, 22 Μαΐου, ανέφερε φίλος της. Ήταν μαζί με τον φίλο της όταν πέθανε, αλλά δεν έχουν γίνει γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες για τις συνθήκες του θανάτου. Άλλος φίλος της έγραψε ότι η Μπικ «πέθανε με ανθρώπινο τρόπο».
Στον λογαριασμό της στο X γράφει πλέον «Zoraya - Status: Departed» («Ζοράγια – Κατάσταση: αποχώρησε»), υπονοώντας ότι δεν είναι πια στη ζωή.
Η τερ Μπίκ πέθανε λίγες ημέρες μετά τα γενέθλιά της που ήταν στις 2 Μαΐου.
Είχε λάβει την τελική έγκριση για την υποβοηθούμενη ευθανασία λίγες ημέρες πριν πεθάνει έπειτα από διαδικασία 3,5 ετών βάσει νόμου που ψηφίστηκε στις Κάτω Χώρες το 2002.
«Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι όταν είσαι ψυχικά άρρωστος, δεν μπορείς να σκεφτείς καθαρά, πράγμα που είναι προσβλητικό», δήλωνε στον Guardian. «Καταλαβαίνω τους φόβους που έχουν ορισμένα άτομα με αναπηρία σχετικά με την υποβοηθούμενη θανάτωση και τις ανησυχίες για το αν οι άνθρωποι πιέζονται να πεθάνουν. Αλλά στην Ολλανδία, έχουμε αυτόν τον νόμο για περισσότερα από 20 χρόνια. Υπάρχουν πραγματικά αυστηροί κανόνες και είναι πραγματικά ασφαλές», είπε.
Σύμφωνα με την ολλανδική νομοθεσία, για να δικαιούται κάποιος υποβοηθούμενο θάνατο, πρέπει να βιώνει «αφόρητο πόνο χωρίς προοπτική βελτίωσης» ενώ το άτομο πρέπει να είναι πλήρως ενημερωμένο και ικανό να λάβει μια τέτοια απόφαση.
Οι δυσκολίες της Τερ Μπικ ξεκίνησαν από την παιδική της ηλικία. Είχε χρόνια κατάθλιψη, άγχος, τραύμα και απροσδιόριστη διαταραχή προσωπικότητας, ενώ είχε επίσης διαγνωστεί με αυτισμό. Όταν γνώρισε τον σύντροφό της, πίστευε ότι το ασφαλές περιβάλλον που της προσέφερε θα την θεράπευε. «Αλλά συνέχισα να αυτοτραυματίζομαι και να νιώθω αυτοκτονική».
Ξεκίνησε εντατικές θεραπείες, που περιλάμβαναν φαρμακευτική αγωγή και περισσότερες από 30 συνεδρίες ηλεκτροσπασμοθεραπείας. «Στη θεραπεία, έμαθα πολλά για τον εαυτό μου και τους μηχανισμούς αντιμετώπισης, αλλά αυτό δεν διόρθωσε τα κύρια ζητήματα. Στην αρχή της θεραπείας, ξεκινάς αισιόδοξα. Πίστευα ότι θα γινόμουν καλύτερα. Αλλά όσο περισσότερο διαρκεί η θεραπεία, αρχίζεις να χάνεις την ελπίδα».
Μετά από 10 χρόνια, «δεν είχε μείνει τίποτα» όσον αφορά τη θεραπεία. «Ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να αντεπεξέλθω στον τρόπο που ζω τώρα». Είχε σκεφτεί να αυτοκτονήσει, αλλά ο βίαιος θάνατος από αυτοκτονία μιας συμμαθήτριάς της και οι επιπτώσεις του στην οικογένεια του κοριτσιού την απέτρεψαν.
«Τελείωσα τις θεραπείες τον Αύγουστο του 2020 και μετά από μια περίοδο αποδοχής ότι δεν υπήρχε άλλη θεραπεία, έκανα αίτηση για υποβοηθούμενο θάνατο τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Πρόκειται για μια μακρά και περίπλοκη διαδικασία. Δεν είναι ότι ζητάς υποβοηθούμενο θάνατο μια Δευτέρα και είσαι νεκρός την Παρασκευή», είπε.
Όταν τον Απρίλιο δημοσιεύτηκε το άρθρο για την περίπτωσή της - το οποίο, σύμφωνα με την Τερ Μπικ, είχε πολλές ανακρίβειες και παραποιήσεις - τα εισερχόμενά της «εξερράγησαν». Τα περισσότερα σχόλια προέρχονταν από χώρες εκτός της Ολλανδίας, πολλά από τις ΗΠΑ. Η ίδια διέγραψε γρήγορα όλους τους λογαριασμούς της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Οι άνθρωποι έλεγαν: «Μην το κάνεις, η ζωή σου είναι πολύτιμη». Άλλοι έλεγαν ότι είχαν θεραπεία, όπως μια ειδική δίαιτα ή φάρμακα. Κάποιοι μου είπαν να βρω τον Ιησού ή τον Αλλάχ ή μου είπαν ότι θα καώ στην κόλαση. Ήταν μια απόλυτη καταιγίδα. Δεν μπορούσα να αντέξω όλη την αρνητικότητα».
Πώς θα γίνει η ευθανασία
Την καθορισμένη ημέρα, η ιατρική ομάδα θα μεταβεί στο σπίτι της Ter Beek. «Θα ξεκινήσουν δίνοντάς μου ένα ηρεμιστικό και δεν θα μου δώσουν τα φάρμακα που σταματούν την καρδιά μου μέχρι να πέσω σε κώμα. Για μένα, θα είναι σαν να αποκοιμιέμαι. Ο σύντροφός μου θα είναι εκεί, αλλά του έχω πει ότι δεν πειράζει αν χρειαστεί να φύγει από το δωμάτιο πριν από τη στιγμή του θανάτου», είπε.
«Τώρα έχει έρθει το σημείο, είμαστε έτοιμοι γι' αυτό και βρίσκουμε μια κάποια γαλήνη. Αισθάνομαι κι εγώ ενοχές. Αλλά μερικές φορές, όταν αγαπάς κάποιον, πρέπει να τον αφήσεις να φύγει», λέει η Ter Beek.