Οι Πολωνοί και οι Γερμανοί δεν αφήνουν το δύσκολο κοινό παρελθόν τους. Πιο συγκεκριμένα, 85 χρόνια μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, κατόπιν της οποίας ξέσπασε και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, βγαίνει στην επιφάνεια και πάλι το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων προς την Πολωνία. «Το ιστορικά δίκαιο θα ήταν να υπολογιστεί ο τελικός λογαριασμός», τόνισε ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ στον καγκελάριο Σολτς στις 12 Φεβρουαρίου στο Βερολίνο. Στο ζήτημα της ηθικής και υλικής επανόρθωσης των πραγμάτων «η Γερμανία έχει μερικά πράγματα να κάνει ακόμη» – χωρίς αυτό βέβαια να βλάψει τις σχέσεις των δύο κρατών μακροπρόθεσμα, όπως προσέθεσε ο Τουσκ.
Διαμάχη για τις αποζημιώσεις
Οι απαιτήσεις για αποζημιώσεις δεν είναι κάτι καινούριο. Επί οκτώ χρόνια η δεξιά εθνικιστική κυβέρνηση του PiS προσπαθούσε να προσελκύσει ψηφοφόρους υιοθετώντας μία αντιγερμανική ρητορική. Ο επικεφαλής του PiS, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, τόνιζε ξανά και ξανά πως η Γερμανία δεν έχει αποπληρώσει ακόμη τις ιστορικές οφειλές της. Σύμφωνα με έκθεση η Γερμανία χρωστάει στην Πολωνία περισσότερα από 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ: για την καταναγκαστική εργασία, στην οποία υποχρεώθηκαν 2,1 εκατομμύρια Πολωνοί, την απώλεια του ανατολικού τμήματος της χώρας που κατακτήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση και τις χαμένες βιογραφίες 196.000 παιδιών που εκγερμανίσθηκαν διά της βίας.
Τον Σεπτέμβριο του 2022 το πολωνικό Σέιμ κατέληξε σε ψήφισμα που καλούσε τη Γερμανία να αναλάβει τις ευθύνες της – το ψήφισμα αυτό έλαβε τη στήριξη και της τότε αντιπολίτευσης του Ντόναλντ Τουσκ. Ωστόσο η αντιπολίτευση επέμεινε στο να αντικατασταθεί η λέξη «αποζημιώσεις» με τη λέξη «επανόρθωση». Και λόγω αυτού οι πολιτικοί του αντίπαλοι προσπαθούν να δυσφημίσουν τον Τουσκ ως «προδότη του κράτους» και «πράκτορα του Βερολίνου». Κατά την επικρατούσα άποψη νομικών και ιστορικών, το 1953 η Πολωνία παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της για αποζημιώσεις. Η παραίτηση αυτή όμως δεν δεσμεύει τις ατομικές αξιώσεις των θυμάτων των ναζί.
Στη διπλωματική διακοίνωση της Πολωνίας το 2022 προς τη Γερμανία, 50 ακόμη κράτη, τον Ο.Η.Ε., το ΝΑΤΟ και τις Η.Π.Α., την οποία η κυβέρνηση του PiS ήθελε να δημοσιεύσει επισήμως, δεν γινόταν λόγος για αποζημιώσεις, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων. Τότε ο υπεύθυνος για τις αποζημιώσεις της πολωνικής κυβέρνησης, Αρκάντιους Μούλαρτσικ, είχε επισκεφθεί το Βερολίνο. Το αίτημά του για μία συζήτηση επί των αποζημιώσεων προς την Πολωνία στην Μπούντεσταγκ, όπως συνέβη με την περίπτωση της Ελλάδας, δεν έγινε δεκτό.
Μετά την αλλαγή της πολωνικής κυβέρνησης, επανήλθαν και οι συζητήσεις για τις αποζημιώσεις. Ο πρόεδρος Άντρζεϊ Ντούντα χαρακτήρισε “ντροπή” την παραίτηση του Τουσκ από τις σχετικές αξιώσεις, αμφισβητώντας ότι η Πολωνία παραιτήθηκε απ’ αυτές το 1953, παραίτηση όμως την οποία η Γερμανία θεωρεί νομικά δεσμευτική.
Για την Πολωνία το ζήτημα των αποζημιώσεων ήταν πάντοτε ταμπού, όπως εξηγεί ο Μάρκους Μέκελ. Ο ίδιος διετέλεσε πρώτος δημοκρατικός υπουργός Εξωτερικών της DDR και συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις των 2+4. «Η παραίτηση από τις αποζημιώσεις ήταν στρατηγικά ευφυής», λέει ο Μέκελ στην DW. «Διότι αυτό που είχε απόλυτη προτεραιότητα τότε ήταν το θέμα των συνόρων. Και όποιος επαναφέρει το ζήτημα αυτό σήμερα, διακινδυνεύει το να ξεκινήσουν οι εθνικιστές και των δύο κρατών να συζητούν για το θέμα των συνόρων».
Τι μορφή μπορούν να έχουν οι γερμανικές επανορθώσεις;
Η Νάικ Σλάβικ (Συμμαχία 90/Οι Πράσινοι), που κατάγεται από την Πολωνία, εκτιμά πως «όλα τα δημοκρατικά κόμματα στην Μπούντεσταγκ συμφωνούν να εμβαθύνουν τη συνεργασία με την Πολωνία». Η ίδια αναφέρεται στην αποζημίωση μεμονωμένων θυμάτων, μέσω της δημιουργίας ενός συνταξιοδοτικού ταμείου και της ανάληψης ορισμένων δαπανών, όπως για παράδειγμα των εξόδων για τα φάρμακα και τη θεραπεία περίπου 45.000 Πολωνών. Επιπλέον, η Σλάβικ θα ήθελε να επιταχυνθεί και η κατασκευή της «Γερμανο-Πολωνικής Εστίας» στο κέντρο του Βερολίνου.
Η βουλευτής θεωρεί πως η Γερμανία οφείλει να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της και για τα χαμένα πολιτιστικά αγαθά της Πολωνίας, όπως για παράδειγμα για την ανοικοδόμηση του Σαξονικού Ανακτόρου (Pałac Saski) στη Βαρσοβία, το οποίο ανατίναξαν οι Γερμανοί κατακτητές, αφ’ ότου κατέστειλαν την εξέγερση της Βαρσοβίας το 1944.
Στόχος και η συνεργασία στην πολιτική ασφαλείας
Ο Μάρκους Μέκελ, ένας από τους αρχιτέκτονες της συμφιλίωσης μεταξύ των δύο εθνών, θέλει να δοθούν περισσότερες εγγυήσεις ασφαλείας στην Πολωνία. Λόγω και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία ο Μέκελ θεωρεί πως η στενότερη συνεργασία Γερμανίας και Πολωνίας σε θέματα ασφαλείας είναι απαραίτητη – γι’ αυτό και ζητά την ενίσχυση της γερμανικής παρουσίας στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Μάλιστα, σε σύγκριση με πολλούς άλλους Γερμανούς πολιτικούς, ο Μέκελ πάει ένα βήμα παραπέρα υποστηρίζοντας πως Γερμανία και Πολωνία πρέπει να συνεργαστούν για την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων παραμένει επίκαιρο στις σχέσεις Γερμανίας-Πολωνίας, ακόμη και αν πλέον αυτές χαρακτηρίζονται ως επανορθώσεις. Κατά την τελευταία οκταετία το Βερολίνο αποστασιοποιήθηκε από τη Βαρσοβία εξαιτίας των απαιτήσεων ύψους τρισεκατομμυρίων της προηγούμενης πολωνικής κυβέρνησης. Σήμερα αντιθέτως γίνεται αισθητή μία πολύ μεγαλύτερη διάθεση για διαβούλευση στη γερμανική πρωτεύουσα, ακόμη και επί των πιο δύσκολων ζητημάτων.