Ο Άγιος Βασίλης αποτελεί πιθανότατα την πιο ευρέως αναγνωρισμένη μυθολογική φιγούρα σε όλο τον κόσμο. Είναι σχεδόν αδύνατον να μην αναγνωρίσει κανείς την παρουσία του, με την παραδοσιακή εικόνα του παχουλού άντρα με τα χαρακτηριστικά κόκκινα ρούχα, το σκουφάκι, και το αιώνιο χαμόγελο που διακρίνεται μέσα από το κατακόκκινο περιοστικό του.
Ο σύγχρονος, παγκοσμιοποιημένος Άγιος όμως δεν ξεκίνησε από τις δυτικές χώρες στις οποίες είναι και ανάρπαστος, αλλά είχε πιο ταπεινές καταβολές, ως ένας δευτερεύων άγιος του χριστιανισμού, ο οποίος έγινε γνωστός για τη γενναιοδωρία του απέναντι στους φτωχούς και τα παιδιά, όπως αναφέρει και η Εγκυκλοπαίδεια Britannica. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα reader.gr
Ο Άγιος Νικόλαος
Στην πραγματικότητα, η ιστορία και ο μύθος του Άγιου Βασίλη είναι ριζωμένες στην ελληνορθόδοξη παράδοση. Όχι, δεν είναι ο Άγιος Βασίλειος, ο ιερέας από την Καισάρεια, αλλά ο Άγιος Νικόλαος που ενέπνευσε την ιστορία του.
Αν και δεν υπάρχουν ιστορικές καταγραφές της ύπαρξής του, πιστεύεται ότι ο Νικόλαος γεννήθηκε κάπου γύρω στο 280 μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, κοντά στα Μύρα της σημερινής Τουρκίας. Τον θαύμαζαν πολύ για την ευσέβεια και την καλοσύνη του, ο Άγιος Νικόλαος έγινε αντικείμενο πολλών θρύλων.
Λέγεται ότι χάρισε όλο τον κληρονομικό του πλούτο και ταξίδεψε στην ύπαιθρο βοηθώντας φτωχούς και άρρωστους. Μια από τις πιο γνωστές ιστορίες του Αγίου Νικολάου μιλάει για τη φορά που έσωσε τρεις φτωχές αδελφές από το να τις πουλήσει ο πατέρας τους ως ιερόδουλες, παρέχοντάς τους προίκα για να μπορούν να παντρευτούν.
Κατά τον Μεσαίωνα, η αφοσίωση στον Νικόλαο επεκτάθηκε σε όλα τα μέρη της Ευρώπης. Έγινε ο προστάτης άγιος της Ρωσίας και της Ελλάδας, των φιλανθρωπικών αδελφοτήτων και συντεχνιών, παιδιών, ναυτικών, ανύπαντρων κοριτσιών, εμπόρων και ενεχυροδανειστών. Η μνήμη του γιορτάζεται στην επέτειο του θανάτου του, κάθε 6 Δεκεμβρίου.
Βίρα για τη Νέα Υόρκη
Μετά την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση τον 16ο αιώνα, η λατρεία του Αγίου παρήκμασε σε όλες τις προτεσταντικές χώρες της Ευρώπης εκτός από την Ολλανδία, όπου ο μύθος του παρέμεινε ως Sinterklaas (ολλανδική παραλλαγή του ονόματος Άγιος Νικόλαος).
Οι Ολλανδοί άποικοι έφεραν αυτή την παράδοση μαζί τους στο Νέο Άμστερνταμ (τότε όνομα της Νέας Υόρκης) στις αμερικανικές αποικίες τους τον 17ο αιώνα.
Ο Sinterklaas υιοθετήθηκε από την αγγλόφωνη πλειοψηφία της χώρας με το όνομα Santa Claus, και ο θρύλος του για έναν ευγενικό ηλικιωμένο άνδρα αναμείχθηκε με παλιούς σκανδιναβικούς θρύλους ενός μάγου που τιμωρούσε τα άτακτα παιδιά και αντάμειβε τα καλά με δώρα.
Στην κλασική πλέον εικόνα του Αγίου συνέβαλε το 1804, ο John Pintard, μέλος της Ιστορικής Εταιρείας της Νέας Υόρκης, ο οποίος μοίρασε ξυλογραφίες του Αγίου Νικολάου στο ετήσιο ρεβεγιόν της εταιρείας. Το φόντο της γκραβούρας περιέχει γνωστές πλέον εικόνες του Άγιου Βασίλη, όπως κάλτσες γεμάτες με παιχνίδια και φρούτα κρεμασμένα πάνω από ένα τζάκι.
Το 1809, ο Ουάσινγκτον Ίρβινγκ, μέλος της λόγιας ολλανδικής κοινότητας της Νέας Υόρκης, βοήθησε στη διάδοση των ιστοριών του Sinterklaas αναφερόμενος στον Άγιο Νικόλαο ως προστάτη άγιο της Νέας Υόρκης στο βιβλίο του, «Η Ιστορία της Νέας Υόρκης».
Πότε ήρθε στην Ελλάδα ο Άγιος Βασίλης
Οι δυτικοί και βόρειοι λαοί έπλεξαν την κλασική εικόνα του Άγιου Βασίλη συνδυάζοντας με τη μορφή του ρασοφορεμένου ασπρογένη γέροντα στοιχεία από τις δικές τους κουλτούρες (τάρανδοι, έλκηθρο, μεγάλες κάλτσες κλπ.).
Στα ελληνικά τεκταινόμενα η «εισβολή» αυτή φαίνεται να έγινε περίπου τη δεκαετία του 1950-1960, με απήχηση κυρίως στον αστικό πληθυσμό, από τους Έλληνες μετανάστες που με τις ευχετήριες κάρτες τους εισήγαγαν τον «Δυτικό» Άϊ-Βασίλη.