Θα έπαιρνε μια πτωχευμένη επιχείρηση και θα τη μετέτρεπε σε μια μεγάλη ισραηλινή εταιρεία. Το όνομά του θα συνδεόταν με σημαντικές επιτυχίες της βιομηχανίας του θεάματος. Η ευφυία του θα αξιοποιούνταν από τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας του, ώσπου θα ερχόταν η στιγμή να προστατεύσει ή να «δώσει» τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Γεννημένος το 1944 στο Ρεχοβότ, μια πόλη 20 χιλιόμετρα νότια του Τελ Αβίβ, ο Άρνον Μίλτσαν σπούδασε στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου. Το πρώτο του επιχειρηματικό εγχείρημα ήταν να μετατρέψει την αποτυχημένη επιχείρηση λιπασμάτων του πατέρα του σε μια από τις μεγαλύτερες χημικές εταιρείες της χώρας του, τη Milchan Brothers Ltd.
Πρόκειται για έναν άθλο, αν σκεφτεί κανείς ότι αναγκάστηκε να μπει από την ηλικία των 21 ετών στα βαθιά, μετά τον πρώορο θάνατο του πατέρα του.
Αυτό το πρώιμο επίτευγμα θα ήταν προάγγελος της θρυλικής πλέον φήμης του Μίλτσαν ως δεινός επιχειρηματίας.
Κολλητός των αστέρων του Χόλυγουντ
Σύντομα, ο Μίλτσαν άρχισε να αναλαμβάνει έργα σε τομείς που ανέκαθεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκείνον: τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο.
Το βάπτισμα του πυρός με τη μεγάλη οθόνη ήταν το 1977, όταν γνωρίστηκε με τον Αμερικανό παραγωγό Έλιοτ Κάστνερ. Το 1981 συνεργάστηκε με τον Σίδνεϊ Πόλακ στην αμερικανική μίνι σειρά Masada. Η πιο αξιοσημείωτη μεταξύ των κινηματογραφικών συνεργασιών του ήταν η πρώιμη δουλειά του με τον Μάρτιν Σκορτσέζε.
Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Ρομάν Πολάνσκι, Σέρτζιο Λεόνε και Όλιβερ Στόουν ήταν ονόματα θρύλοι που ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ισραηλινό παραγωγό. Τα πρώτα έργα περιλαμβάνουν τη θεατρική παραγωγή του Πολανσκι «Amadeus», «Dizengoff 99», «La Menace», «Το Άγγιγμα της Μέδουσας». Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Μίλτσαν είχε κάνει παραγωγή τέτοιων ταινιών όπως το «Ο Βασιλιάς της Κωμωδίας» του Μάρτιν Σκορσέζε, το «Κάποτε στην Αμερική» του Σέρτζιο Λεόνε και το «Βραζιλία» του Τέρι Γκίλιαμ.
Μετά τις μεγάλες επιτυχίες των ταινιών του «Pretty Woman» και «Ο Πόλεμος των Ρόουζ», ο Ισραηλινός κροίσος ξεκίνησε τη δική του εταιρεία παραγωγής με την ονομασία New Regency Productions το 1991.
Μέσω της εταιρείας του και σε συνεργασία με την Warner Bros., και αργότερα με τον Rupert Murdoch στην 20th Century Fox, και άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως η Puma AG, ο Μίλτσαν απέκτησε μια περιουσία που το 2015 εκτιμόταν σε 5,1 δισ. δολ.! Μόνο η αξία της συλλογής του έργων τέχνης ανέρχεται στα 600 εκατ. δολάρια, σύμφωνα με το cnbc.
Η εταιρεία του δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερες κινηματογραφικές ταινίες τα χρόνια που ακολούθησαν, όπως «J.F.K», «A Time to Kill», «Free Willy», «The Client», «Tin Cup», «Under Siege», «The Devil’s Advocate», «The Negotiator», «City of Angels», «Entrapment», «Fight Club», «Big Momma’s House» «Μην πεις λέξη», «Τολμηρός», «Άνθρωπος στη φωτιά», «Ο κύριος και η κυρία Σμιθ», «Ο Άλβιν και η Παρέα του», «Νώε» και «Gone Girl».
Στη προσωπική του ζωή, ο πρώτος γάμος του Μίλτσαν ήταν με το μοντέλο από τη Γαλλία Μπριζίτ Ζενμαιρ, αποκτώντας τρία παιδιά, την Έλινορ, την Αλεξάνδρα και τον Γιαρίβ. Η Elinor Milchan είναι επαγγελματίας φωτογράφος και η Alexandra είναι παραγωγός ταινιών. Αργότερα παντρεύτηκε τη Νοτιοαφρικανή τενίστρια Amanda Coetzer κάνοντας άλλα δύο παιδιά, τη Shimon και την Olivia.
«Ήμουν Τζέημς Μποντ»
Ο πασίγνωστος και εξαιρετικά πετυχημένους όμως παραγωγός, ίσως πρόσφερε εξίσου εξαιρετικές υπηρεσίες, πέραν του θεάματος, στο… πυρηνικό πρόγραμμα της πατρίδας του, όπως έγινε γνωστό τη δεκαετία του 2010.
Πριν ακόμα ολοκληρώσει τις σπουδές του, τη δεκαετία του 1960, είχε στρατολογηθεί από την Ισραηλινή μυστική υπηρεσία Λεκέμ, (Γραφείο Επιστημονικών Σχέσεων). Αποστολή της εν λόγω υπηρεσίας ήταν να συγκεντρώνει επιστημονικές και τεχνικές πληροφορίες στο εξωτερικό τόσο από ανοιχτές όσο και από κρυφές πηγές, ιδιαίτερα για λογαριασμό του πυρηνικού προγράμματος του Ισραήλ. Όπως αναφέρουν όμως οι New York Times, ο Μίλτσαμ έκανε μια περιουσία από εμπόριο όπλων, συμπεριλαμβανομένων μυστικών εκμεταλλεύσεων προμηθειών όπλων για την πατρίδα του το Ισραήλ.
Τον Άρνον τον είχε στρατολογήσει ο Σιμόν Πέρες, ο άνθρωπος που θα να αναλάμβανε την πρωθυπουργία και προεδρία του Ισραήλ από τη δεκαετία του 1990 μέχρι τη δεκαετία του 2000.
«Ο Άρνον είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Ήμουν εγώ που τον στρατολόγησα…» είχε πει ο Πέρες σε συνέντευξη του 2010. «Όταν ήμουν στο υπουργείο Άμυνας, ο Άρνον συμμετείχε σε πολυάριθμες δραστηριότητες προμηθειών που σχετίζονται με την άμυνα και σε επιχειρήσεις πληροφοριών. Η δύναμή του ήταν κάνει διασυνδέσεις στα υψηλότερα επίπεδα …. Οι δραστηριότητές του μας έδωσαν τεράστιο πλεονέκτημα, στρατηγικά, διπλωματικά και τεχνολογικά».
Ωστόσο, η Λεκέμ διαλύθηκε εν μια νυκτί το 1986 καθώς οι Αμερικανοί αποκάλυψαν ότι η υπηρεσία αυτή τους κατασκόπευε, ακόμα και τους συμμάχους Αμερικανούς, ξεσπώντας μέγα σκάνδαλο με συλλήψεις.
Το έργο του για τις ισραηλινές πληροφορίες δημοσιοποιήθηκε για πρώτη φορά σε μια ανεπίσημη βιογραφία, «Confidential: The Life of Secret Agent Turned Hollywood Tycoon Arnon Milchan», που γράφτηκε από τους Meir Doron και Joseph Gelman και δημοσιεύτηκε το 2011.
Το 2013, ο Άρνον εμφανίστηκε σε ένα δημοφιλές ισραηλινό πρόγραμμα ντοκιμαντέρ και καυχιόταν για τη συνεισφορά του στην ισραηλινή ασφάλεια, αρχής γενομένης από τότε που στρατολογήθηκε τη δεκαετία του 1960. «Ξέρεις τι είναι να είσαι 20άρης και η χώρα να σε αφήνει να είσαι Τζέιμς Μποντ;» είπε. «Ουάου. Αυτή είναι δράση, είναι συναρπαστικό».
Ο αδελφός μου ο «Ντάνι»
Όταν έγινε γνωστός ο ρόλος του στην κατασκοπία κατά των ΗΠΑ, η αμερικανική κυβέρνηση απαγόρευσε την ανανέωση της δεκαετούς βίζας του μετά τις αποκαλύψεις που έκανε ο ίδιος και άλλοι σχετικά με την παράνομη εξαγωγή εξαρτημάτων από τις ΗΠΑ στο Ισραήλ τη δεκαετία του 1980, που θα μπορούσαν να είναι πυρηνικοί πυροκροτητές. Ο Μίλτσαμ, σύμφωνα με το βιβλίο, επέβλεπε λογαριασμούς που υποστηρίζονταν από το Ισραήλ και εταιρείες που χρηματοδοτούσαν μυστικές ισραηλινές επιχειρήσεις εκτός της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εξαρτημάτων για την κατασκευή και τη συντήρηση του πυρηνικού οπλοστασίου του Ισραήλ.
Ο κ. Μιλτσάν είπε ότι δεν γνώριζε ότι τα εξαρτήματα εξάγονταν χωρίς τις απαιτούμενες άδειες και έτσι δεν κατηγορήθηκε για αδικοπραγία.
Ωστόσο, για το ζήτημα της βίζας, εμφανίστηκε ένας πανίσχυρος φίλος του για να τον βοηθήσει: ο πρωθυπουργός του Ισραήλ: Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Ο Νετανιάχου κατηγορήθηκε μετά από χρόνια, ότι πίεσε τον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι για να τακτοποιηθεί το ζήτημα της ανανέωσης της βίζας του Ισραηλινού μεγιστάνα και πρώην κατασκόπου.
Ο Νετανιάχου ισχυρίστηκε ότι ήταν υποχρεωμένος να βοηθήσει τον Μίλτσαν με τη βίζα του λόγω της συνεισφοράς του στην ασφάλεια του Ισραήλ και στην αμερικανική οικονομία. Φαίνεται λοιπόν πως εκείνη τη βοήθεια δεν την ξέχασε ο Μίλτσαν όταν ο Νετανιάχου βρέθηκε αντιμέτωπος όχι μόνο με την πολιτική του αποκαθήλωση, αλλά και φυλάκιση. Ο Νετανιάχου άσκησε επιτυχώς πιέσεις σε ανώτερους Αμερικανούς αξιωματούχους εκ μέρους του κ. Μιλτσάν για να επαναφέρει τη βίζα του, σύμφωνα με ισραηλινό κατηγορητήριο κατά του κ. Νετανιάχου.
Ο αδελφός μου ο Ντάνι
Τον Ιούνιο του 2023 ο Μιλτσάν θα κατέθετε σε δικαστήριο ως πρωταγωνιστής μάρτυρας κατηγορίας κατά του Νετανιάχου, ο οποίος δικάστηκε σε τρεις ξεχωριστές αλλά αλληλένδετες υποθέσεις διαφθοράς. Στη μία, κατηγορούνταν ότι για τις σχέσεις του με τον Μίλτσαν.
Μεταξύ άλλων, ο Νετανιάχου είχε κατηγορηθεί ότι παρενέβη δύο φορές με Αμερικανούς αξιωματούχους για να εξασφαλίσει τη βίζα του κ. Μιλτσάν στο πλαίσιο μιας υπόθεσης δώρων για χάρες γνωστή στο Ισραήλ ως «Υπόθεση 1000». Σύμφωνα με τους εισαγγελείς, ο Μιλτσάν χάρισε στον κύριο και την κα Νετανιάχου δώρα αξίας εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων από το 2011 έως το 2016, κυρίως με τη μορφή κουτιών με ακριβά πούρα και ροζ σαμπάνια.
Τα περισσότερα από αυτά τα δώρα ήταν ακριβά πούρα και σαμπάνια που παραδόθηκαν στην επίσημη κατοικία του πρωθυπουργού στην Ιερουσαλήμ και στο εξοχικό του στη Καισάρεια. Κατά καιρούς, η κα Νετανιάχου έλαβε και κοσμήματα. Ο Νετανιάχου επέμεινε ότι δεν υπήρχε τίποτα παράνομο στην αποδοχή δώρων από έναν παλιό φίλο, αρνούμενος κάθε παράνομη ενέργεια. Εάν αποδεικνυόταν ότι η λήψη αυτών των δώρων δημιουργούσε σύγκρουση συμφερόντων, τότε ο Νετανιάχου θα κατέληγε στη φυλακή.
Οι New York Times μάλιστα, είχαν γράψει το καλοκαίρι, ότι ήταν ο άνθρωπος που θα μπορούσε να καταστρέψει τον Νετανιάχου.
Τις πρώτες ώρες της κατάθεσής του, ο Μίλτσαν περιέγραψε τη σχέση του με τον Νετανιάχου ως «στενοί φίλοι, σχεδόν αδέρφια» και επιβεβαίωσε ότι είχε δώσει πούρα και σαμπάνια στον Νετανιάχου και τη σύζυγό του, Σάρα. Ο Μιλτσάν είπε ότι βοηθούσε το Ισραήλ σε θέματα ασφαλείας από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα, προσθέτοντας: «Δεν μπορώ να εξηγήσω πόσα πράγματα κάναμε εγώ και ο Νετανιάχου, κρυφά, για τη χώρα».
Πλησιάζει ανθρώπους με επιρροή
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η προσωπική σχέση μεταξύ του Μίλτσαν και του Νετανιάχου χρονολογείται από το 1999. Στον Μιλτσάν άρεσε να έχει μια ανοιχτή πόρτα και μια ανοιχτή γραμμή προς τους Νετανιάχου, είπε η επί σειρά ετών βοηθός του Ισραηλινού κροίσου Hadas Klein στο δικαστήριο, προσθέτοντας: «Του άρεσε να λέει ότι είναι φίλος με τον πρωθυπουργό».
«Ο Άρνον είναι ένα άτομο που θέλει πάντα να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής», έχει πει στους New York Times ο Εχούντ Ολμερτ, πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ που γνωρίζει τον Μίλτσαν για δεκαετίες. «Πρέπει να είναι αυτός που λύνει και δένει. Πλησιάζει ανθρώπους που βρίσκονται σε θέση με επιρροή — θα προσπαθούσε να σε προσεγγίσει αν ήσουν σημαίνων άτομο».
Ο Ομερτ είπε ότι αφού ο Μίλτσαμ παραιτήθηκε από το αξίωμα του, ο παραγωγός του Χόλυγουντ τον εγκατέλειψε. «Από τη στιγμή που δεν είσαι στο επίκεντρο των γεγονότων δεν είσαι και τόσο ενδιαφέρον», είπε ο Ολμέρτ, ο οποίος τελικά σημειώνεται είχε καταδικαστεί ο ίδιος για δωροδοκία και εξέτισε ποινή φυλάκισης, σε αντίθεση με τον Νετανιάχου που γλίτωσε κρατώντας δυνατές φιλίες…