Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι -για πρώτη φορά μετά από τον Ιούλιο του 2022 όταν ξεκίνησε ο ανοδικός κύκλος- οι αναλυτές εμφανίζονται μοιρασμένοι ως προς τις προθέσεις της ΕΚΤ. Γεγονός που αποτυπώνει το οριακό σημείο στο οποίο έχει φτάσει η άτυπη μάχη μεταξύ «γερακιών» και «περιστεριών» στους κόλπους της Φρανκφούρτης.
Από τη μία η διατήρηση του ευρω-πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα αλλά και το ράλι στις τιμές του πετρελαίου συντείνουν υπέρ της συνέχισης των αυξήσεων με στόχο την ανάσχεση του τιμάριθμου. Από την άλλη όμως, οι πιέσεις στην ανάπτυξη και οι φόβοι για την πορεία της οικονομίας της Ευρωζώνης λόγω του «ακριβού χρήματος» είναι αρκετά ισχυρό αντεπιχείρημα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών κάνουν λόγο για μια ακόμα αύξηση μέχρι το τέλος του έτους, είτε σήμερα είτε τον Οκτώβριο και μετά «πάγωμα» των επιτοκίων σε αυτό το επίπεδο τουλάχιστον για κάποιους μήνες.
Έτσι, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ θα διαμορφωθεί στο 4%, ενώ το βασικό επιτόκιο του ευρώ σε 4,5%.
Τις προβλέψεις αυτές επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό και η διατραπεζική αγορά καθώς το Euribor 3μήνου διαμορφώνεται στο 3,824%, προεξοφλώντας σε κάποιο βαθμό ότι δεν επίκειται αύξηση σήμερα. Αντίθετα, το Euribor 6μήνου διαμορφώνεται στο 3,968%, ενσωματώνοντας δηλαδή μια ακόμη αύξηση μέσα στους επόμενους μήνες. Τέλος, το Euribor 12μήνου αυτή τη στιγμή ανέρχεται σε 4,103%, γεγονός που σημαίνει πως η διατραπεζική αγορά δεν περιμένει κάποια ραγδαία αποκλιμάκωση μέχρι το Καλοκαίρι του 2024 τουλάχιστον.
Ο αντίκτυπος σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά
Όλα τα παραπάνω έχουν προφανή αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία, καθώς επιχειρήσεις αλλά και νοικοκυριά βιώνουν «στο πετσί τους» τις συνέπειες της κατακόρυφης αύξησης των επιτοκίων σε λίγο παραπάνω από ένα χρόνο.
Και μπορεί τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων να είναι «παγωμένα» από την Άνοιξη, όμως -αν δεν υπάρξει παράταση του μέτρου- το σοκ για τους δανειολήπτες θα είναι μεγάλο όταν οι τράπεζες ενσωματώσουν τις ενδιάμεσες αυξήσεις. Ακόμη όμως και έτσι, οι αυξήσεις που ήδη έχουν γίνει μεταφράζονται σε επιπλέον 150 ευρώ το μήνα περίπου για ένα δάνειο 100.000 ευρώ 15ετούς διάρκειας. Δηλαδή το επιπλέον κόστος ενός στεγαστικού δανείου ξεπερνά ακόμη και τους δύο μέσους καθαρούς μισθούς σε ετήσια βάση.
Αντίστοιχα, οι επιχειρήσεις που δεν «κλείδωσαν» έγκαιρα το δανεισμό τους σε σταθερά επιτόκια, καλούνται να πληρώσουν πολύ πιο ακριβά τα χρέη τους προς τις τράπεζες. Ενδεικτικό είναι ότι από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι σήμερα, για κάθε ένα εκατομμύριο δανεισμού, μια επιχείρηση πρέπει να πληρώνει 38.200 ευρώ επιπλέον σε τόκους.
Έτσι, αν μια μεσαία επιχείρηση έχει συνολικό δανεισμό της τάξης των 10 εκατ. ευρώ, ο ισολογισμός της επιβαρύνεται με 382.000 ευρώ το χρόνο επιπλέον, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητά της αλλά και τις αυξήσεις που η ίδια αναγκαστικά κάνει στα προϊόντα και τις υπηρεσίες τις.