Το αποτέλεσμα αυτό για το επόμενο δημοσιονομικό έτος 2023/24 (που ξεκινά την 1η Απριλίου) είναι καθαρά ανώτερο των προσδοκιών των οικονομολόγων και θα μπορούσε δυνητικά να ενθαρρύνει την Τράπεζα της Ιαπωνίας (BoJ) να εξομαλύνει τη νομισματική πολιτική της, που είναι πάντα πολύ προσαρμοστική.
Οι μισθοί αυξάνονταν πολύ λίγο κάθε χρόνο στην Ιαπωνία εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, καθώς τα συνδικάτα προτιμούσαν να δίνουν έμφαση στην ασφάλεια της εργασίας παρά στις μισθολογικές διεκδικήσεις, πόσω μάλλον που οι τιμές καταναλωτή παρέμειναν σχεδόν στάσιμες στο αρχιπέλαγος.
Όμως ο πληθωρισμός έφθασε επίσης στην Ιαπωνία από πέρυσι, υπό την επίδραση κυρίως της εκτόξευσης των τιμών της ενέργειας, και σκαρφάλωσε στο 4,2% εκτός των φρέσκων προϊόντων τον Ιανουάριο, ένα επίπεδο που είχε να δει από το 1981.
Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Φούμιο Κισίντα έκανε έκκληση επίσης στις ιαπωνικές επιχειρήσεις να δώσουν αυξήσεις μισθών προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν την επίδραση του πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη, ενώ οι Ιάπωνες καταναλωτές υφίστανται επίσης τις συνέπειες από την πτώση του γεν από την περασμένη χρονιά.
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα του “shunto” αφορούν τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις στις μεγάλες ιαπωνικές επιχειρήσεις.
Το μεγάλο ερώτημα είναι στο εξής αν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις της χώρας, που αποτελούν το 70% των στοιχείων ενεργητικού, θα ακολουθήσουν την κίνηση, δεδομένου πως γενικά είναι λιγότερο σε θέση από τους μεγάλους ομίλους να απορροφήσουν την αύξηση του κόστους τους στις τιμές πώλησής τους.