Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενέκρινε τη δυνατότητα πώλησης συστημάτων ναρκοθέτησης Volcano έναντι τιμήματος που εκτιμάται πως θα φθάσει τα 180 εκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με
το αμερικανικό Πεντάγωνο χθες Τετάρτη 28/12.
Η αμερικανική νομοθεσία απαιτεί να ενημερώνεται το αμερικανικό Κογκρέσο προτού να προχωρήσουν πωλήσεις όπλων αξίας από ένα δοσμένο ποσό και πάνω. Γενικά, οι ανακοινώσεις αυτού του είδους δεν γίνονται παρά αφού το Κογκρέσο δώσει άτυπα ή επίσημα την έγκρισή του να προχωρήσουν.
Η πιθανή πώληση του συστήματος ναρκοθέτησης Volcano, προσφέρει τη δυνατότητα δημιουργίας ναρκοπεδίων, κατά προσωπικού και αντιαρματικών, με χερσαία μέσα ή από αέρος. Οι κύριοι ανάδοχοι της δυνητικής σύμβασης είναι οι εταιρείες Northrop Grumman και Oshkosh Corporation.
Το υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν ανέφερε πως η πώληση θα γίνει σε περίπου έναν μήνα και το σύστημα αυτό θα ενισχύσει τη δυνατότητα του στρατού της νήσου να διεξάγει «ασύμμετρο πόλεμο».
Η έγκριση καταγράφεται εν μέσω της αύξησης των εντάσεων ανάμεσα στην Ταϊβάν και στην Κίνα, ιδίως λόγω των σχεδόν καθημερινών παραβιάσεων της ζώνης αναγνώρισης αεροπορικής άμυνας που η Ταϊπέι καταγγέλλει πως κάνουν κινεζικά αεροσκάφη.
Στην ανακοίνωσή του, το υπουργείο προσθέτει πως «οι συχνές στρατιωτικές δραστηριότητες του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας» κοντά στην Ταϊβάν «εγείρουν πολύ σοβαρές απειλές για εμάς» και ότι οι πωλήσεις όπλων από τις ΗΠΑ στη νήσο αποτελούν «ακρογωνιαίο λίθο» της «σταθερότητας και της ειρήνης στην περιφέρεια».
Αν και η Ουάσιγκτον δεν έχει αναγνωρίσει επισήμως την Ταϊβαν, είναι ο κυριότερος υποστηρικτής της σε διεθνές επίπεδο και ο βασικός προμηθευτής της με όπλα.
Το νησί 23 εκατομμυρίων κατοίκων ζει υπό τη μόνιμη απειλή εισβολής του κινεζικού στρατού. Από το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1949), η κυβέρνηση της Κίνας χαρακτηρίζει την Ταϊβάν, όπου κατέφυγαν οι ηττηθείσες δυνάμεις του Κουομιντάνγκ, αποσκιρτήσασα επαρχία της, προορισμένη να επανενωθεί μια μέρα με την ηπειρωτική χώρα — διά της βίας αν χρειαστεί.