Ένα ιδιαιτέρως επικριτικό άρθρο για την γερμανική πολιτική απέναντι στην Κίνα δημοσίευσε το Politico. Ο αναλυτής Στίουαρτ Λάου, θέλοντας να περιγράψει αυτό που αντιμετωπίζει ως κίνδυνο αντίστοιχο (αν και μεγαλύτερο) της Ρωσίας, ξεκινά αναφερόμενος στην επίσκεψη του πατέρα του κινέζου πρόεδρου Σι Τζινπίνγκ στη σοβιετική Ουκρανία.
Ήταν αρχές του φθινοπώρου του 1959, όταν ο Σι Ζονγκσούν, πατέρας του σημερινού προέδρου και υψηλόβαθμος αξιωματούχος της κυβέρνησης του Μάο, έφτασε στο Κίεβο ως επικεφαλής μιας αποστολής που εξέτασε τα εργοστάσια που λειτουργούσαν στην περιοχή, έμαθε για τον κρατικό σχεδιασμό της ΕΣΣΔ και έκανε βαρκάδα στον Δνείπερο. Όπως τονίζει ο αναλυτής του Politico, τα όσα είδε σε αυτές τις τέσσερις ημέρες δεν θύμιζαν σε τίποτα την Ουκρανία του σήμερα.
Το τότε μικρό αγόρι, που θα κατέληγε ηγέτης του μοναδικού ισχυρού Κομμουνιστικού Κόμματος στον κόσμο, εντυπωσιάστηκε τόσο από τις εικόνες αυτού του ταξιδιού, ώστε να τις θυμάται για πολλά χρόνια αργότερα.
«Είχε πει σε ρώσους σινολόγους ότι, παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις έξι ετών, θυμάται πόσο θερμά μιλούσε ο πατέρας του για το ταξίδι στην ΕΣΣΔ, αλλά και πόσες φωτογραφίες είχε τραβήξει», εξηγεί στο Politico ο Τζόζεφ Τοριτζιάν, ερευνητής στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο που ανέσυρε παλιά αποκόμματα εφημερίδων για τη επίσκεψη του Σι στη Βιβλιοθήκη Λένιν στη Μόσχα.
Μια δύσκολη σχέση
Ο μικρός Σι, που πλέον θα μπορούσε να είναι ισόβιος πρόεδρος της Κίνας, ξεκινά την (πρωτοφανή) τρίτη θητεία του αυτή την εβδομάδα – και η Ευρώπη ετοιμάζεται για μια δύσκολη σχέση. Από τον αγώνα δρόμου για την τεχνολογική κυριαρχία, μέχρι το ενδεχόμενο ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον, η Ευρώπη δεν έχει και πολλούς λόγους να χαίρεται για την κυριαρχία του ισχυρότερου ηγέτη που είδε η Κίνα μετά τον Μάο, υποστηρίζει ο Λάου.
Πράγματι, η στάση του μπλοκ έχει αλλάξει τόσο ριζικά, ώστε ευρωπαίοι ηγέτες να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου την περασμένη εβδομάδα για την «στρατηγική απειλή» που αποτελεί η Κίνα για τη Δύση. Οι εποχές της καλής θέλησης με στόχο τη συνεργασία για το κλίμα ή για το εμπόριο μοιάζουν να έχουν περάσει προ πολλού.
«Υπό την ηγεσία του Σι, η σχέση της Ευρώπης με την Κίνα έχει επιδεινωθεί». Εξηγεί η Τζάκα Έρτελ, διευθύντρια Ασίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τις Διεθνείς Σχέσεις. «Με τον Σι η Κίνα ήταν εκείνη που άλλαξε. Όχι η Ευρώπη. Όμως οι Ευρωπαίοι τώρα προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα».
Κατά τη γνώμη της Έρτελ, η στάση της Ευρώπης έρχεται εν μέρει ως αντίδραση στις βάναυσες πράξεις καταπίεσης της Κίνας εντός των συνόρων της, στην περιφερειακή ισχύ της και στην επιθετική διπλωματία της. Όλες αυτές οι κινήσεις έχουν αποξενώσει τους δυτικούς πολιτικούς, σημειώνει.
Ο ρόλος της Ρωσίας
Όμως το σημαντικότερο πρόβλημα είναι η στρατηγική συμμαχία της Κίνας με τη Ρωσία, εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία, που έχει κάνει τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να αναθεωρήσουν τη στάση τους. Παρόλο που το Πεκίνο δεν έχει προσφέρει στρατιωτική βοήθεια στη Ρωσία, είναι ξεκάθαρο ότι της προσφέρει οικονομική και πολιτική υποστήριξη.
Μια θεωρία λέει ότι η απροθυμία του Σι να καταδικάσει τον Πούτιν για την Ουκρανία προκύπτει από τις κινεζικές φιλοδοξίες για την υποταγή της Ταϊβάν – της νησιωτικής δημοκρατίας των 23 εκατ. κατοίκων – στον άμεσο έλεγχο του Πεκίνου.
«Έχουμε μπει σε μια καθοδική πορεία;», αναρωτήθηκε ο γερμανός πρέσβης στην ΕΕ, Μίχαελ Κλάους, πρώην κορυφαίος απεσταλμένος του Βερολίνου στο Πεκίνο, την περασμένη εβδομάδα. «Πολλά θα εξαρτηθούν από τα επόμενα βήματα της Κίνας, ιδίως σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της Ρωσίας και της Ταϊβάν».
Τι θα γίνει με την Ταϊβάν;
Τα σχέδια του Σι για την Ταϊβάν ίσως να είχαν περάσει απαρατήρητα, αν ο πρώην καλύτερός του φίλος, ο Πούτιν, δεν είχε αφυπνίσει την Ευρώπη με την εισβολή του στην Ουκρανία, υποστηρίζει ο Λάου. Η ίδια η κλίμακα των οκτώ πακέτων κυρώσεων που επέβαλε η ΕΕ στη Ρωσία είχαν ως αποτέλεσμα την αδιανόητη σχεδόν πλήρη αποσύνδεσή της από την Ευρώπη, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, παρόλο που τα μέτρα αυτά πλήττουν άμεσα την ευρωπαϊκή οικονομία.
Ο Σι επιμένει να μιλά για ειρηνική επανένωση με την Ταϊβάν, ως ιδανικό σενάριο, ακόμη και σε πρόσφατες ομιλίες του. Όμως, τονίζει ο αναλυτής του Politico, οι πιθανότητες ειρηνικής λύσης στην πραγματικότητα είναι λιγότερες από ποτέ.
Ο κινεζικός στρατός προχώρησε σε μια τρομερή επίδειξη ισχύος μετά την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊπέι, εκτοξεύοντας βαλλιστικούς πυραύλους που πέταξαν επάνω από την πρωτεύουσα της Ταϊβάν, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιούσαν ασκήσεις με πραγματικά πυρά γύρω από το νησί, δημιουργώντας την αίσθηση ότι επρόκειτο για μια πρόβα της μελλοντικής εισβολής.
Πόλεμος και ημιαγωγοί
Σε αίθουσες συνεδριάσεων, διεθνείς συνόδους και κυβερνητικές συσκέψεις, η Ταίβάν πλέον αποτελεί το αναπόφευκτο ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν οι ευρωπαϊκές εταιρείες και πολιτικοί. Πόσο σύντομα θα εξαπολύσει πόλεμο η Κίνα; Πώς θα αντιδράσει η Ευρώπη στο οικονομικό πεδίο; Τι θα γίνει με τις συνεργασίες της με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου; Και ποια λύση θα βρεθεί για τους πλέον προηγμένους ημιαγωγούς που αυτή τη στιγμή παράγονται κυρίως στην Ταϊβάν;
«Πιστεύω ότι η αποτυχημένη μας ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στη Ρωσία κάνει πολλούς από εμάς να αναθεωρούμε την προσέγγισή μας προς την Κίνα», υποστήριξε ο υπουργός εξωτερικών της Λιθουανίας, Γκαμπριέλιους Λαντσμπέργκις μιλώντας στο Politico. «Αν με εξαπατήσεις μια φορά φταίω εγώ. Αν με εξαπατήσεις δεύτερη φορά; Τότε λειτουργεί αντίστροφα». Οι χώρες της Ευρώπης δεν θέλουν να βρεθούν να μετανιώνουν και πάλι επειδή «δεν έδειξαν την απαραίτητη επαγρύπνηση απέναντι σε μια αυταρχική δύναμη».
Στις Βρυξέλλες, αξιωματούχοι ενθαρρύνουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να επιδιώξουν ευρύτερες οικονομικές συνεργασίες με την Ταϊβάν. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ λέει στις πρωτεύουσές της να μειώσουν την εξάρτησή τους από τους προηγμένους ημιαγωγούς στους οποίους εξειδικεύεται το νησιωτικό κράτος. Σχεδόν το 90% των πιο προηγμένων chip που καταναλώνει η Ευρώπη προέρχονται από την Εταιρεία Παραγωγής Ημιαγωγών της Ταϊβάν (TSMC)
Το Βερολίνο χορεύει στον δικό του ρυθμό
Τη στιγμή που οι Βρυξέλλες ελπίζουν σε ευρωπαϊκή ενότητα μπροστά στις αναταράξεις με την Κίνα, το Βερολίνο επιμένει να λειτουργεί με τον δικό του τρόπο. Πράγματι, το ένστικτο του Σι ήταν να στρέφεται στη Γερμανία κάθε φορά που χρειαζόταν την υποστήριξη της Ευρώπης. Τουλάχιστον έτσι είχαν τα πράγματα επί της καγκελαρίας της Άνγκελα Μέρκελ.
Η σημερινή κυβέρνηση συνεργασίας μέχρι στιγμής εκπέμπει ανάμεικτα μηνύματα για τα σχέδιά της για τη διαχείριση των σχέσεων με τον Σι. Ο γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς σχεδιάζει ταξίδι στην Κίνα στις αρχές Νοεμβρίου, στο οποίο θα τον συνοδεύει μια αποστολή επιχειρηματιών, μόλις λίγους μήνες μετά την επίσκεψή του στην Ιαπωνία, κατά την οποία επέμεινε στην ανάγκη διαφοροποίησης των επιχειρήσεων και απομάκρυνσης από το Πεκίνο.
Επιπλέον, αναμένεται να απορρίψει τις απόψεις έξι εκ των υπουργών του για να εγκρίνει μια αμφιλεγόμενη συμφωνία με τον κινεζικό κρατικό γίγαντα των μεταφορών, που επιδιώκει να αποκτήσει μειοψηφικό μερίδιο των μετοχών ενός εκ των λιμανιών στο Αμβούργο, όπου κάποτε ήταν δήμαρχος.
Η προσέγγιση του Σολτς έχει προκαλέσει αντιδράσεις στις Βρυξέλλες, όπου την περασμένη εβδομάδα δήλωσε στους ευρωπαίους ομολόγους του ότι δεν έχει σκοπό να αποσυνδεθεί από το Πεκίνο.
Διχασμός εντός της γερμανικής κυβέρνησης
Δεν είναι μια θέση που τη μοιράζεται ολόκληρη η γερμανική κυβέρνηση, ιδίως από τη στιγμή που ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκάλυψε το πρόβλημα της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία.
Η υπουργός εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ, επιτέθηκε στις επιχειρήσεις που αυξάνουν την εξάρτησή τους από την Κίνα. «Η πλήρης οικονομική εξάρτηση που στηρίζεται στην ελπίδα, μας καθιστά πολιτικά ευάλωτους στον εκβιασμό», τόνισε.
«Η ανάγκη για μια υπεύθυνη οικονομία – και ακόμη περισσότερο πολιτική – δεν μας επιτρέπει να επιστρέψουμε σε μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας σε μερικά χρόνια θα αναγκαστούμε να διασώσουμε τις βιομηχανίες χημικών και αυτοκινήτων με δισεκατομμύρια από τη φορολογία, επειδή κατέστησαν τους εαυτούς τους εξαρτημένους από την κινεζική αγορά».
Σε ιδιωτικό επίπεδο, φαίνεται πως είναι εξίσου σαφής. Στη διάρκεια μιας από τις πρώτες συζητήσεις της με τον κινέζο ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γι, εκείνος εξήρε τον πρόεδρό του για τη δημοτικότητά του, παραπέμποντας σε δημοσκοπήσεις. Πρόκειται για μια τακτική που αξιοποιεί επί σειρά ετών, υποστηρίζει ο Λάου, με σκοπό να υποτιμήσει τους λιγότερο δημοφιλείς ηγέτες των δυτικών δημοκρατιών. Οι περισσότεροι αντιδρούσαν χαμογελώντας ευγενικά, όμως η Μπέρμποκ του απάντησε.
Σύμφωνα με το «No Limits», το επερχόμενο βιβλίο του Άντριου Σμολ, η Μπέρμποκ του είπε ότι στην εκλογική της περιφέρεια στην Ανατολική Γερμανία προέκυπταν αντίστοιχα ποσοστά επί υπαρκτού σοσιαλισμού.