Υπάρχουν εκείνοι που διαβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει αγάπη ίση με αυτή που μπορούν να νιώσουν και να εκφράσουν δύο αδέλφια. Ωστόσο, οι Γερμανοί αδελφοί Adolf και Rudolf Dassler έδωσαν έναν σκληρό και αδυσώπητο αγώνα μεταξύ τους λόγω του ανελέητου ανταγωνισμού που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον, κυρίως για να οδηγήσουν τις μάρκες τους, Puma και Adidas, στην κορυφή.
Η Ολλανδή δημοσιογράφος Barbara Smit στο βιβλίο της «Sneaker Wars» ανακαλύπτει την ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω από τις δύο πιο σημαντικές μάρκες στη βιομηχανία αθλητικών παπουτσιών.
Ήταν το έτος 1926 όταν τα αδέλφια Adolf και Rudolf Dassler κατασκεύαζαν παντόφλες στο εργοστάσιό τους με την ονομασία «Gerbüder Dassler Schuhfabrik». Παρόλο που τα παπούτσια τους δεν ήταν επώνυμα, η ποιότητα των προϊόντων των αδελφών έφτασε στα αυτιά του Josef Waitzer, προπονητή της γερμανικής ομάδας στίβου.
Τα αδέλφια συμπλήρωναν πολύ καλά ο ένας τον άλλον: Ο Αδόλφος – το παρατσούκλι του οποίου ήταν Adi – ήταν ο εσωστρεφής καλλιτέχνης, ενώ ο Ρούντολφ ήταν ειδικός στις δημόσιες σχέσεις. Χάρη σε αυτό, το δίδυμο δεν άργησε να τοποθετήσει τα προϊόντα του στο Ολυμπιακό χωριό των Αγώνων του Βερολίνου το 1936. Η επιχείρησή τους ενισχύθηκε με την εγκαθίδρυση του ναζισμού στη Γερμανία, καθώς ο αθλητισμός θεωρήθηκε ιδανική μέθοδος για την επίτευξη της τόσο επιθυμητής «άριας τελειότητας».
Αν και τα δύο αδέρφια εντάχθηκαν στο ναζιστικό κόμμα όταν ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία το 1933, αυτό δεν τους εμπόδισε από το να πείσουν τον θρύλο του αφροαμερικανικού στίβου, Τζέσε Όουενς να φορέσει τα παπούτσια τους όταν αγωνίστηκε και κέρδισε τέσσερα χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936. Η νίκη του Όουενς έδωσε στα παπούτσια τους διεθνή φήμη και οι πωλήσεις των προϊόντων των αδερφών Ντάσλερ απογειώθηκαν.
Όμως, η επιτυχία δημιούργησε νέες εντάσεις στη σχέση των αδερφών, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να οξύνονται από το γεγονός ότι οι οικογένειές τους ζούσαν στην ίδια βίλα, παρά το γεγονός ότι οι σύζυγοί τους δεν τα πήγαιναν πολύ καλά. Υπήρξαν πολλά περιστατικά που λέγεται ότι ενίσχυσαν την σύγκρουσή τους, αλλά το πιο ευρέως αποδεκτό συνέβη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν το Herzogenaurach. Όταν ο Adi και η σύζυγός του μπήκαν σε ένα καταφύγιο στο οποίο βρισκόταν ήδη ο Ρούντι και η σύζυγός του, αναφώνησε: «Οι μπάσταρδοι επέστρεψαν» αναφερόμενος στις συμμαχικές δυνάμεις. Ο Ρούντι ήταν πεπεισμένος ότι η παρατήρηση αυτή απευθυνόταν στον ίδιο και την οικογένειά του. Τότε γεννήθηκε μία διαμάχη – μια από τις πιο επικές στην επιχειρηματική ιστορία. (Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως το θέμα Adidas Vs Puma βρίσκεται στην 20η θέση των μεγαλύτερων επιχειρηματικών αντιπάλων στη λίστα του Fortune).
Όταν ο Ρούντι κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό, είχε υποψιαστεί πως ο Άντι και η σύζυγός του, είχαν σχεδιάσει να τον στείλουν στο μέτωπο για να φύγει από την μέση στην δουλειά. Αργότερα, ο Ρούντι συνελήφθη αρχικά γιατί εγκατέλειψε την θέση του και στη συνέχεια από τους Συμμάχους, λόγω υποψίας πως εργαζόταν για την Γκεστάπο. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Ρούντι ήταν πεπεισμένος πως ο Άντι ήταν εκείνος που τον ξεγέλασε, με τις υποψίες του να επιβεβαιώνονται από μια αναφορά που κατατέθηκε από έναν Αμερικανό αξιωματικό. Ενώ ο Ρούντι βρισκόταν φυλακισμένος, ο Άντι ξανάχτισε την επιχείρηση, πουλώντας παπούτσια στην αμερικανική G.I.
Στο τέλος του πολέμου, και μετά από μια δίκη από τους Συμμάχους για να διαπιστωθεί ο βαθμός προσήλωσής του στη ναζιστική ιδεολογία, ο Άντι κατάφερε να διατηρήσει τον έλεγχο της εταιρείας του. Από την πλευρά του, ο Ρούντολφ αναγκάστηκε να μετακομίσει σε άλλο μέρος της πόλης με την οικογένειά του για να ανοίξει ένα μικρό εργοστάσιο, αφού καταγγέλθηκε από τον ίδιο του τον αδελφό ως συμπαθών του Χίτλερ.
Οι μισοί εργαζόμενοι, οι πωλητές, έφυγαν με τον Ρούντολφ, ενώ οι άλλοι μισοί, οι σχεδιαστές, έμειναν στο εργοστάσιο του Άντι. Από αυτό το σχίσμα γεννήθηκαν δύο μεγάλες μάρκες: Η Puma που ιδρύθηκε το 1948 από τον Rudolf και η Adidas, που γεννήθηκε από το χέρι του Adi το 1949.
Από εκείνη τη στιγμή οι δύο μάρκες θα αντιμετωπίζουν η μία την άλλη ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Η πρώτη νίκη αυτής της μάχης κερδήθηκε από τον Άντι στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 στην Ελβετία. Ο Ρούντολφ είχε περιφρονήσει τον Γερμανό προπονητή Σεπ Χέρμπεργκερ, οπότε η Adidas ανέλαβε να κατασκευάσει παπούτσια για την εθνική ομάδα, ειδικά σχεδιασμένα για να μην γλιστράνε σε περίπτωση βροχής. Κατά τη διάρκεια του αγώνα με την ουγγρική ομάδα, μια καταιγίδα δοκίμασε την αποτελεσματικότητα των αθλητικών και οδήγησε στη νίκη των Γερμανών με 3-2 επί των Μαγυάρων.
Η αντιπαλότητα συνεχίστηκε με τα παιδιά των αδελφών. Ο Horst, ο μεγαλύτερος γιος του Adi και κληρονόμος της Adidas, κατάφερε να μπλοκάρει τις αποστολές της Puma και να πουλάει αποκλειστικά τα παπούτσια του στο Ολυμπιακό Χωριό των αγώνων Μεξικό ‘68.
Από την άλλη πλευρά, ο Armin, γιος του Rudolf Dassler, έκανε τεράστιο όνομα όταν ένα αγόρι από τη Βραζιλία, γνωστό ως Pelé, φόρεσε ένα από τα μοντέλα του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού το ‘70.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1976, ο Rudolf Dassler απεβίωσε. Το μίσος μεταξύ των οικογενειών ήταν τόσο μεγάλο που η Adidas δημοσίευσε ένα σημείωμα που έλεγε: «Για λόγους ανθρώπινου οίκτου, η οικογένεια Adolf Dassler δεν θα σχολιάσει το θάνατο του Rudolf Dassler».
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Adi απεβίωσε και ο τάφος του τοποθετήθηκε όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον τάφο του αδελφού του. Μέχρι το 1990, η εταιρεία του Adidas ανήκε στον Γάλλο επιχειρηματία Bernard Tapie και δύο χρόνια αργότερα κήρυξε πτώχευση. Αργότερα, η Puma αγοράστηκε από την PPR, μια γαλλική πολυεθνική εταιρεία. Και οι δύο μάρκες θα επαναλανσάρονταν αργότερα για τις νέες γενιές και θα γίνονταν σύμβολο του αθλητισμού και της πίστης στα brands.
Κατά ειρωνικό τρόπο, το μόνο μέλος της οικογένειας Dassler που εξακολουθεί να ασχολείται με τις μάρκες είναι ο Frank Dassler, εγγονός του ιδρυτή της Puma και ο οποίος εργάζεται για την Adidas.