«Μας είπε ότι δεν έχει άλλο χρόνο, ότι η Ουκρανία δεν έχει άλλο χρόνο, ότι ο ίδιος και η οικογένειά του είναι ο στόχος της ρωσικής εισβολής», δήλωσε ο Ιταλός πρωθυπουργός για τη συνομιλία του χθες με τον Ουκρανό πρόεδρο.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι ενημέρωσε σήμερα την βουλή της Ρώμης για την στάση της κυβέρνησής του σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις της ουκρανικής κρίσης και της ρωσικής εισβολής.
«Η χθεσινή μας σύνδεση, κατά την ευρωπαϊκή σύνοδο, με τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι ήταν δραματική. Μας είπε ότι δεν έχει άλλο χρόνο, ότι η Ουκρανία δεν έχει άλλο χρόνο, ότι ο ίδιος και η οικογένειά του είναι ο στόχος της ρωσικής εισβολής. Είχαμε συμφωνήσει να ξαναμιλήσουμε τηλεφωνικά σήμερα το πρωί, αλλά δεν κατέστη δυνατό. Ο πρόεδρος Ζελένσκι δεν μπόρεσε να είναι διαθέσιμος», τόνισε ο Μάριο Ντράγκι.
«Η επιστροφή του πολέμου στην Ευρώπη δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αλλά η ατζέντα του Ρώσου προέδρου ήταν ευρεία και αναλυτικά προετοιμασμένη. Έχω την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας βαθιάς αλλαγής των διεθνών σχέσεων, της μορφής που είχαν λάβει τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Η επίθεση αυτή ήταν αδικαιολόγητη και απρόκλητη», πρόσθεσε ο Ντράγκι.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός δήλωσε επίσης ότι η ΕΕ θα στηρίξει με 110 εκατομμύρια ευρώ την Ουκρανία, με ανθρωπιστική αρωγή και για την χρηματοοικονομική σταθεροποίησή της, από την στιγμή που με την επίθεση αυτή «αποσυντέθηκαν ο κοινωνικός ιστός και η οικονομία της χώρας». Επανάλαβε, δε, ότι «πρέπει να ασκηθεί η μέγιστη πίεση επί της Ρωσίας, για την απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων και την επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».
Παράλληλα, ο Ντράγκι υπογράμμισε ότι η χώρα του είναι έτοιμη να διαθέσει συνολικά άλλους 3.400 άνδρες και γυναίκες του στρατού, της αεροπορίας και του ναυτικού της για την ενίσχυση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ, πάντα εντός της επικράτειας των χωρών μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Ο επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης επανέλαβε, τέλος, ότι «η χώρα του είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τους ευρωπαίους εταίρους, σε ό,τι αφορά τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας» και κατέκρινε την επιλογή να αυξηθούν, τα τελευταία χρόνια, οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου στην Ιταλία.