Και ενώ συνεχίζεται η έντονη επιστημονική δραστηριότητα για την συλλογή στοιχείων που αφορούν τις νέες παραλλαγές του κορονοϊού της πανδημίας, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει βάλει στο μικροσκόπιο όλα τα μελλοντικά και επόμενα αναμενόμενα στελέχη. Σύμφωνα με αξιωματούχους του οργανισμού, η επόμενη παραλλαγή του παθογόνου της Covid-19 μπορεί να είναι ακόμη πιο μεταδοτική από την τρέχουσα, χωρίς ωστόσο να είναι ακόμη γνωστό αν θα είναι πιο θανατηφόρα.
«Η επόμενη παραλλαγή θα είναι πιο ανησυχητική και με αυτό εννοούμε ότι θα είναι πιο μεταδοτική γιατί πρέπει να ξεπεράσει την παραλλαγή που κυκλοφορεί αυτήν τη στιγμή και αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα», δήλωσε η Μαρία Βαν Κερκοφε, τεχνική επικεφαλής για τον Covid-19 στον ΠΟΥ.
Η ίδια προειδοποίησε επίσης σχετικά με τις κυκλοφορούσες θεωρίες, ότι ο ιός θα συνεχίσει να μεταλλάσσεται προς πιο ήπια στελέχη, δηλαδή σε αυτά που κάνουν τους ανθρώπους λιγότερο άρρωστους λέγοντας πως «δεν υπάρχει καμία εγγύηση για αυτό. Το ελπίζουμε, αλλά δεν υπάρχει καμία απολύτως εγγύηση και δεν μπορούμε να στοιχηματίσουμε σε αυτό».
Μια σημαντική επίσης ανησυχία για τους επόμενους μήνες, σύμφωνα με την ίδια είναι ότι μια νέα μετάλλαξη θα μπορούσε να αποφύγει περαιτέρω την προστασία του εμβολίου. Μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να είναι η νέα παραλλαγή της Όμικρον 2, που κυριαρχεί ήδη στη Δανία.
Προκειμένου να αποφευχθεί αυτό οι κατασκευαστές εμβολίων εργάζονται πυρετωδώς πάνω σε νέους ανοσοποιητικούς παράγοντες. Η Pfizer, για παράδειγμα, άρχισε να δοκιμάζει από ένα εμβόλιο που στοχεύει ειδικά την Όμικρον εν μέσω ανησυχιών ότι τα τρέχοντα εμβόλια δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν λοιμώξεις.
Τα στοιχεία των Υγειονομικών Αρχών ανα τον κόσμο που δημοσιεύθηκαν νωρίτερα αυτόν τον μήνα έδειξαν ότι οι συμπληρωματικές δόσεις ήταν έως και 75% αποτελεσματικές στην πρόληψη των συμπτωματικών λοιμώξεων με την παραλλαγή Όμικρον σε διάστημα δύο έως τεσσάρων εβδομάδων μετά τον εμβολιασμό. Ωστόσο, η μελέτη διαπίστωσε ότι μετά από περίπου δέκα εβδομάδες, τα ενισχυτικά εμβόλια εξασθενούν σημαντικά ως προς την αποτελεσματικότητα τους σημαντικά, φτάνοντας μόλις στο 45% προστασίας έναντι των συμπτωματικών λοιμώξεων.