Είναι ένα επάγγελμα διαφορετικό από τα άλλα. Ο βουλευτής ασκεί δημόσια εξουσία, αλλά για περιορισμένο χρονικό διάστημα σύμφωνα με την εντολή που λαμβάνει από τους ψηφοφόρους. Το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έχει αποφανθεί ότι ένας βουλευτής επιτρέπεται να διατηρεί την κανονική του επαγγελματική δραστηριότητα παράλληλα με τη θητεία του. Ασφαλώς δεν διαθέτει άπλετο χρόνο για κάτι τέτοιο, καθώς σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η κοινοβουλευτική δράση πρέπει να παραμένει «στο επίκεντρο» της καθημερινής δραστηριότητάς του. Είναι αξιοσημείωτο ότι βουλευτές που ασκούν το επάγγελμα του δικηγόρου, του οικονομολόγου ή του φοροτεχνικού συνεχίζουν μία παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα πιο συχνά από εκπροσώπους άλλων επαγγελμάτων (εκπαιδευτικοί, αστυνομικοί, ιδιωτικοί υπάλληλοι).
Η αποζημίωση του βουλευτή
Σύμφωνα με το άρθρο 48, παρ. 2 του Συντάγματος, ο βουλευτής δικαιούται μία αποζημίωση «εύλογη» που θα διασφαλίζει την οικονομική ανεξαρτησία του. Αυτό σημαίνει ότι οι απολαβές του πρέπει να επαρκούν, ώστε να μην έχει ανάγκη για επιπλέον εισόδημα. Οι αποδοχές των βουλευτών συνδέονται με εκείνες των ανώτερων δικαστικών λειτουργών και αναπροσαρμόζονται κάθε χρόνο. Σήμερα ανέρχονται σε 10.012,89 ευρώ μηναίως, μεικτά.
Σε αυτά προστίθεται μία αποζημίωση για έξοδα «που αφορούν τα κοινοβουλευτικά του καθήκοντα», η οποία ανέρχεται σε 4.560,59 ευρώ μηνιαίως και είναι αφορολόγητη. Με αυτά τα χρήματα ο βουλευτής καλύπτει τα έξοδα για τη δεύτερη κατοικία του στο Βερολίνο, το πολιτικό γραφείο του στη γερμανική πρωτεύουσα και στην εκλογική του περιφέρεια, καθώς και τους συνεργάτες του. Το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο συνεδριάζει επί 20 εβδομάδες τον χρόνο και στο διάστημα αυτό η παρουσία του βουλευτή είναι υποχρεωτική. Μπορεί να χρησιμοποιεί υπηρεσιακό αυτοκίνητο, αλλά μόνο στο Βερολίνο, εντός πόλεως. Για τις υπόλοιπες μετακινήσεις προβλέπεται δωρεάν «πάσο» για τους Γερμανικούς Σιδηροδρόμους καθώς και κάλυψη των αεροπορικών εισιτηρίων, αλλά μόνο για ταξίδια που γίνονται «στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής του δραστηριότητας».
Επιπλέον κάθε βουλευτής δικαιούται ένα κονδύλι 12.000 ετησίως για εξοπλισμό γραφείου, το οποίο όμως δεν διατίθεται σε μετρητά. Με τα χρήματα αυτά καλύπτεται, κατόπιν σχετικού αιτήματος, η αγορά υπολογιστών, κινητού τηλεφώνου και γραφικής ύλης. Το 2009 είχε προκαλέσει αναστάτωση στη Βουλή το αποκαλούμενο «σκάνδαλο Montblanc». Περισσότεροι από 100 βουλευτές είχαν αγοράσει με έξοδα του Δημοσίου στυλό και πένες γραφής από επώνυμο οίκο, καταβάλλοντας συνολικά 68.000 ευρώ. Η αγορά ήταν νόμιμη με βάση τα ισχύοντα την εποχή εκείνη, αλλά οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης οδήγησαν τον τότε Πρόεδρο της Βουλής στην απόφαση να τροποποιήσει τον Κανονισμό ώστε να μην καλύπτεται πλέον η αγορά «ειδών πολυτελείας».
Τα «παράλληλα εισοδήματα» των βουλευτών
Ένα ιδιαίτερο ευαίσθητο ζήτημα είναι τα αποκαλούμενα «παράλληλα εισοδήματα» που λαμβάνουν ορισμένοι βουλευτές από μία παράλληλη απασχόληση, για παράδειγμα στο εποπτικό συμβούλιο μεγάλης επιχείρησης. Σύμφωνα με το πολιτικό ίδρυμα Ότο Μπρένερ που πρόσκειται στο συνδικάτο IG Metall, ιδιαίτερα επιμελείς σε παράλληλες δραστηριότητες είναι οι βουλευτές των Φιλελευθέρων (FDP), καθώς το 62% διατηρεί τουλάχιστον μία παράλληλη σχέση εργασίας, ενώ σχετικά υψηλό είναι το ποσοστό αυτό και στους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) με 42%. Μάλιστα πέντε βουλευτές δηλώνουν «παράλληλα εισοδήματα» που ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο ευρώ.
Οι σχετικές διατάξεις αναπροσαρμόστηκαν το 2021 μετά από μία σειρά σκανδάλων. Σήμερα οι βουλευτές υποχρεούνται να δηλώνουν όλα τα παράλληλα εισοδήματα, εφόσον αυτά υπερβαίνουν τα 1.000 ευρώ τον μήνα ή 3.000 ευρώ τον χρόνο. Επιπλέον πρέπει να δηλώνουν τη συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο επιχειρήσεων, εφόσον αυτή ξεπερνά το 5%. Σε εποχές πανδημίας αντιδράσεις είχε προκαλέσει στη Βουλή το πρόσφατο «σκάνδαλο της μάσκας», καθώς έγινε γνωστό ότι βουλευτές είχαν εισπράξει προμήθειες εκατομμυρίων για να προτιμηθούν συγκεκριμένοι κατασκευαστές στην προμήθεια προστατευτικών μασκών σε υπουργεία. Έκτοτε απαγορεύεται ρητώς σε βουλευτές να ασκούν πληρωμένη δραστηριότητα λόμπινγκ απέναντι στην ίδια τη Βουλή ή την κυβέρνηση.
Επιτρέπονται τα «δώρα»;
Επί το αυστηρότερο έχουν τροποποιηθεί τα τελευταία χρόνια και άλλες διατάξεις. Για παράδειγμα οι βουλευτές δεν επιτρέπεται πλέον να εισπράττουν «δωρεές» ή «αμοιβές» για μία ομιλία που ούτως ή άλλως εμπίπτει στα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα. Τί γίνεται όμως με τα δώρα που ανταλάσσονται στο πλαίσιο κοινωνικών συναναστροφών; Και εδώ ο νομοθέτης βάζει πλέον «φρένο» και ορίζει ότι ο βουλευτής μπορεί να κρατήσει το δώρο χωρίς διατυπώσεις μόνο αν η αξία του δεν υπερβαίνει τα 200 ευρώ. Σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει είτε να καταθέσει το δώρο στο Προεδρείο της Βουλής, είτε να καταβάλει το αντίτιμο της αξίας του στο δημόσιο ταμείο, εάν οπωσδήποτε θέλει να το κρατήσει.