Διεθνείς πιέσεις δέχονται οι στρατιωτικοί στη Μιανμάρ που είναι υπεύθυνοι για το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου. Πέρα από το κύμα αντιδράσεων που έχει ξεσπάσει στο εσωτερικό της χώρας, οι G7 καταδίκασαν τη χρήση βίας κατά διαδηλωτών από τις δυνάμεις ασφαλείας.
Ειδικότερα, οι υπουργοί Εξωτερικών της G7 και ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας καταδίκασαν την Τρίτη (23/2) απερίφραστα τη βία που διαπράχθηκε από τις δυνάμεις ασφαλείας της Μιανμάρ σε βάρος διαδηλωτών που αντιτίθενται στο στρατιωτικό πραξικόπημα και τις κάλεσαν να δείξουν “τη μέγιστη αυτοσυγκράτηση”.
“Εμείς οι υπουργοί Εξωτερικών του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ, όπως και ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ, καταδικάζουμε απερίφραστα τη βία που διαπράχθηκε από τις δυνάμεις ασφαλείας της Μιανμάρ σε ειρηνικές διαδηλώσεις”, αναφέρουν σε ανακοίνωσή τους.
“Η χρήση πραγματικών σφαιρών κατά άοπλων ανθρώπων είναι απαράδεκτη”, προσθέτουν, καλώντας τον στρατό και την αστυνομία της Μιανμάρ να δείξουν “την μέγιστη αυτοσυγκράτηση” και “να σεβαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα”.
Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου, οι αρχές της Μιανμάρ δεν έχουν παύσει να εντείνουν την προσφυγή στη βία προκειμένου να αποδυναμώσουν την κινητοποίηση αυτών που τάσσονται υπέρ της δημοκρατίας, κάνοντας χρήση σφαιρών καλυμμένων με ελαστικό, δακρυγόνων, αντλιών νερού υπό πίεση και ακόμη μερικές φορές πραγματικών σφαιρών κατά των διαδηλωτών.
Τα μέτρα που λαμβάνει η χούντα, τα οποία βρέθηκαν στο στόχαστρο διεθνών κυρώσεων, δεν αποτρέπουν τους διαδηλωτές να κατέβουν στους δρόμους και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν χθες Δευτέρα ξανά για να διαμαρτυρηθούν για το στρατιωτικό πραξικόπημα.
Οι διακοπές τις νυχτερινές ώρες της λειτουργίας του διαδικτύου, για τις οποίες έχει δώσει εντολή ο στρατός, εγείρουν φόβους ότι οι αρχές μπορεί να τις εκμεταλλευτούν για να προχωρήσουν σε μαζικές συλλήψεις.
Μέχρι σήμερα, τρεις διαδηλωτές έχουν χάσει τη ζωή τους, ενώ έχει σκοτωθεί κι ένας άνδρας που έκανε περιπολίες για την αποφυγή συλλήψεων στην συνοικία του στην οικονομική πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της χώρας, το Ρανγκούν.
“Καταδικάζουμε τον εκφοβισμό και την καταστολή αυτών που αντιτίθενται στο πραξικόπημα”, υπογραμμίζουν οι υπουργοί της G7, εκφράζοντας παράλληλα την ανησυχία τους για την “καταστολή της ελευθερίας της έκφρασης”, κυρίως τις διακοπές στο ίντερνετ.
Στην ανακοίνωσή τους οι υπουργοί της Ομάδας των Επτά καταδικάζουν επίσης για άλλη μια φορά το πραξικόπημα και ζητούν την απελευθέρωση “άνευ όρων” αυτών που κρατούνται “αυθαίρετα”, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και η ντε φάκτο ηγέτιδα της κυβέρνησης της Μιανμάρ Αούνγκ Σαν Σου Τσι.
Κυρώσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ
Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την επιβολή κυρώσεων κατά ακόμη δύο ηγετών της στρατιωτικής χούντας που ανέτρεψε την κυβέρνηση της Σου Τσι, του στρατηγού Μάουνγκ Μάουνγκ Κιάου, ο οποίος είναι επικεφαλής της στρατιωτικής αεροπορίας, και του αντιστράτηγου Μόε Μιντ Τουν.
Παρόμοια μέτρα είχαν ήδη ανακοινωθεί από την Ουάσινγκτον πριν από περίπου 10 ημέρες, με στόχο πολλούς ηγέτες της χούντας, μεταξύ των οποίων τον επικεφαλής της, τον στρατηγό Μιν Αούνγκ Χλάινγκ.
“Δεν θα διστάσουμε να λάβουμε κι άλλα μέτρα κατά αυτών που διαπράττουν βίαιες ενέργειες και καταστέλλουν την βούληση του λαού. Δεν θα διστάσουμε να υποστηρίξουμε τον λαό της Μιανμάρ”, προειδοποίησε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν.
Ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας κάλεσε εξάλλου “τον στρατό και την αστυνομία να σταματήσουν οποιαδήποτε επίθεση κατά των ειρηνικών διαδηλωτών, να απελευθερώσουν άμεσα όλους τους ανθρώπους που κρατούνται άδικα, να σταματήσουν τις επιθέσεις και τους εκφοβισμούς κατά των δημοσιογράφων και των ακτιβιστών και να αποκαταστήσουν την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση” της χώρας.
Η ανακοίνωση αυτή έγινε μόλις μερικές ώρες μετά την απόφαση της ΕΕ να επιβάλλει κυρώσεις κατά των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών συμφερόντων των στρατιωτικών υπευθύνων για το πραξικόπημα.
“Οποιαδήποτε άμεση οικονομική βοήθεια (…) στα προγράμματα μεταρρύθμισης της κυβέρνησης αναστέλλεται”, δήλωσε ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ.
Ωστόσο ο ίδιος διευκρίνισε ότι η ΕΕ δεν σκοπεύει να μειώσει το επίπεδο των εμπορικών σχέσεών της με την Μιανμάρ, καθώς κάτι τέτοιο φοβάται ότι θα είχε επιπτώσεις στον πληθυσμό.
«Προσευχόμαστε γι’ αυτούς»
Οι κυρώσεις αυτές επιβλήθηκαν μετά την χρήση από τον στρατό σφαιρών καλυμμένων με ελαστικό, δακρυγόνων, αντλιών νερού υπό πίεση, ορισμένες φορές ακόμη και πραγματικών σφαιρών κατά των διαδηλωτών.
Ο στρατός ανέπτυξε επίσης επιπλέον δυνάμεις ασφαλείας στους δρόμους της Ρανγκούν, ενώ για να εμποδιστεί η συνάθροιση διαδηλωτών, ο στρατός έστησε και οδοφράγματα σε διασταυρώσεις δρόμων και σε αρτηρίες που οδηγούν σε πρεσβείες.
Μετά το πραξικόπημα, περισσότεροι από 680 άνθρωποι έχουν συλληφθεί, τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες ή έχουν καταδικαστεί, σύμφωνα με μη κυβερνητική οργάνωση αρωγής των πολιτικών κρατουμένων, και σχεδόν όλοι εξακολουθούν να βρίσκονται στη φυλακή.
Παρά τα μέτρα ωστόσο των στρατιωτικών αρχών, οι διαδηλωτές δεν έχουν αποθαρρυνθεί.
Μεταξύ αυτών που κατεβαίνουν στους δρόμους για να διαδηλώσουν βρίσκονται πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι, εργαζόμενοι σε τράπεζες, υγειονομικό προσωπικό και εργαζόμενοι σε δημόσια έργα, οι οποίοι έχουν σταματήσει να εργάζονται σε ένδειξη αλληλεγγύης.
Τα αιτήματα για διακοπή της εργασίας έχουν προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στις δραστηριότητες της διοίκησης, των επιχειρήσεων και των τραπεζών, ενώ οι στρατιωτικές αρχές απείλησαν την Κυριακή με προσφυγή σε θανάσιμη βία για να δοθεί τέλος στην “αναρχία”.
Χθες Δευτέρα δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Ναϊπιντάου, την πρωτεύουσα της χώρας.
Περισσότεροι από 100 άνθρωποι συνελήφθησαν ενώ η αστυνομία συνέχισε την καταδίωξη διαδηλωτών στους γύρω δρόμους.
Την ίδια ώρα στην Ρανγκούν οι διαδηλωτές συνέχισαν πορεία διαμαρτυρίας παρά την παρουσία δυνάμεων της τάξης και των οδοφραγμάτων που είχαν στηθεί στην πόλη.
Αυτοί είχαν πάρει μέρος σε αυτοσχέδιες ολονυχτίες που έγιναν στη μνήμη των διαδηλωτών που σκοτώθηκαν.
“Μπορούμε μόνον να προσευχηθούμε γι’αυτούς”, δήλωσε ένας από τους διαδηλωτές.
“Μολονότι είμαστε λυπημένοι, οι φωνές μας θα εισακουσθούν από τη διεθνή κοινότητα”, πρόσθεσε ο Θούρα Μίο, ο οποίος είναι φοιτητής.