Η πολιτικοποίηση των εμβολίων Covid από τις Βρυξέλλες μετατρέπεται σε οικονομικό και πολιτικό ζήτημα που ακολουθεί τη θεωρία του μαύρου κύκνου – με τεράστιο τίμημα καθώς οι συνέπειες αυτής της βαθιάς αποτυχίας θα λάβουν χώρα το 2021, αναφέρει η εφημερίδα The Telegraph, (κείμενο Ambrose Evans-Pritchard).
Η διπλή ύφεση της Ευρώπης θα παραταθεί για ένα ακόμη τρίμηνο, η ανάκαμψη θα καθυστερήσει μέχρι το β` εξάμηνο του έτους, περισσότερες χιλιάδες εταιρείες θα βρεθούν στα πρόθυρα κατάρρευσης αυξάνοντας τον κίνδυνο συστημικής φερεγγυότητας σε ολόκληρο τον τραπεζικό άξονα, η εργασία θα πληγεί περαιτέρω, ενώ τα ποσοστά δημόσιου χρέους σε ολόκληρο το μπλοκ του Club Med θα πλησιάσουν στο σημείο χωρίς επιστροφή.
Είναι πλέον ευρέως γνωστό ότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων καθυστέρησε δύο κρίσιμες εβδομάδες για την έγκριση του εμβολίου Pfizer BioNTech σε σχέση το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, ακόμα και από την ιδιαίτερα προσεκτική υπηρεσία FDA της Αμερικής και θα είχε χάσει ακόμα μια εβδομάδα αν δεν υπήρχαν οι οργισμένες διαμαρτυρίες από το Βερολίνο. Η επιμονή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι όλα τα κράτη της Ε.Ε. θα πρέπει στη συνέχεια να χορηγήσουν το εμβόλιο την ίδια στιγμή μετά τα Χριστούγεννα είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια παραπάνω κρίσιμων ημερών.
Εντούτοις, αυτές οι καθυστερήσεις δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με ό,τι έπεται το επόμενο έτος. Η ευρωπαϊκή συμμαχία απέτυχε στον πρωταρχικό της στόχο: να λάβει τις ποσότητες εμβολίων. Η Γερμανία έχει μόλις 400.000 δόσεις του εμβολίου BioNTech και ενδέχεται να μην έχει λάβει περισσότερα από 3 ή 4εκατομ. μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου, αυξάνοντάς τα συνολικά στα 11-13 εκατομ. μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Το Βερολίνο πήρε την κατάσταση στα χέρια του και, καθυστερημένα, παρήγγειλε περισσότερα για το μέλλον, ωστόσο η ζημιά έχει γίνει.
Οι Βρυξέλλες επέλεξαν ένα μείγμα εμβολίων που ως επί το πλείστον δεν θα είναι έτοιμα μέχρι το δεύτερο μισό του 2021 το νωρίτερο και απέτυχε να συμφωνήσει σε μια συγκεκριμένη παραγγελία για το εμβόλιο BioNTech μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, πολύ αργότερα αφότου ήταν ήδη σαφές ότι το εν λόγω εμβόλιο ήταν στην πρώτη θέση. Ακόμα και τότε απέρριψαν την πλήρη προσφορά 500 εκατομμυρίων δόσεων για την ΕΕ των 27.
Η Επιτροπή διέταξε μόλις 200 εκατομ., με δυνατότητα 100 εκατομμυρίων επιπλέον. Επίσης, απέρριψε το μεγαλύτερο μέρος της προσφοράς από τη Moderna, τον άλλο πρωτοπόρο εμβολίου mRNA. Οι αναλυτές της Eurointelligence προχωρούν ακόμη περισσότερο: «Ο συνδυασμός καθυστέρησης της έγκρισης εμβολίων και μιας πολιτικής προμηθειών υπό την υποψία χορήγησης προτεραιότητας στα συμφέροντα παρασκευαστών θα ήταν ένα σοκ από το οποίο η ΕΕ θα αγωνιζόταν να ανακάμψει. Εφεξής, οι θάνατοι Covid μπορεί να είναι θάνατοι στην Ε.Ε.».
Σύμφωνα με την εκτίμηση του συντάκτη, θα εισέλθουμε σε ένα έτος κατά το οποίο θα δοκιμαστεί η στήριξη των Γερμανών πολιτών προς το ευρωπαϊκό εγχείρημα, ενώ θα καταστεί σαφές σε όλους ότι η θεμελιώδης ασφάλεια της χώρας έχει τεθεί σε κίνδυνο από την πολιτική της Ε.Ε. Ταυτόχρονα, η νομισματική ένωση θα υποστεί περαιτέρω εντάσεις.
Τα σχέδια προϋπολογισμού στη νότια Ευρώπη υποδηλώνουν ότι μεγάλο μέρος των επιχορηγήσεων αντικαθιστά χρήματα που θα είχαν ξοδευτεί ούτως ή άλλως και, ως εκ τούτου, δεν παρέχουν καθαρά δημοσιονομικά κίνητρα. Ωστόσο, ένα τρίτο κύμα Covid και περαιτέρω περιοριστικά μέτρα, που τώρα είναι αναπόφευκτα, σημαίνει ότι το συνολικό δημοσιονομικό πακέτο θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο.
Υπάρχουν ήδη φημολογίες ότι το ταμείο ανάκαμψης πρέπει να είναι μεγαλύτερο για την αποτροπή της μεγάλης οικονομικής ζημίας και, αν συμβεί αυτό, οι φορολογούμενοι της Γερμανίας και της βόρειας Ευρώπης θα πρέπει να βάλουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη για να εξασφαλιστούν περισσότεροι πόροι στο Νότο. Ενώ το τελευταίο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την πανδημία διαρκεί έως τον Μάρτιο του 2022, τα προβλήματα θα εμφανιστούν πρωτύτερα.
Η γερμανική κοινή γνώμη και τμήμα των οικονομολόγων θα αντιδράσουν μόλις εμφανιστούν οι πρώτες αναταράξεις στον πληθωρισμό γύρω στο Πάσχα. Η ποσοτική χαλάρωση μπορεί να θεωρηθεί ως εργαλείο έκτακτης ανάγκης για την καταπολέμηση του αποπληθωρισμού, αλλά πως θα ερμηνευθεί η μεγάλη αύξηση των τιμών;