Τι κοινό έχουν οι επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Βρετανίας; Γνωρίζουν και οι τρεις την τουρκική γλώσσα. Τόσο η Τζίνα Χάσπελ, αρχηγός της CIA από το 2018, όσο και ο Μπερνάρ Εμιέ, διοικητής της DGSE από το 2017, αλλά και ο Ρίτσαρντ Μουρ της ΜΙ6. Μάλιστα οι δύο τελευταίοι έχουν στο πρόσφατο παρελθόν εκπροσωπήσει τις χώρες τους ως πρεσβευτές στην Άγκυρα. Η τουρκομάθεια αναδεικνύεται σε μεγάλο προσόν, δεδομένης της στρατηγικής θέσης της γείτονος, αλλά και του κομβικού της ρόλου στη μεγαλύτερη μυστική επιχείρηση των τελευταίων ετών που ήταν η μαζική μεταφορά οπλισμού και στρατολογημένων εθελοντών στη Συρία για την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. (Το ότι και ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ είναι τουρκολόγος με παρελθόν στην ρωσική πρεσβεία στην Άγκυρα καθιστά την εικόνα ακόμη πιο ενδιαφέρουσα).
Ο Βρετανός αριχκατάσκοπος ανέλαβε τα καθήκοντά του, αντικαθιστώντας τον σερ Άλεξ Γιάνγκερ, μόλις πρόσφατα, αν και εργαζόταν για την ΜΙ6 από το 1987. Κατάφερε μάλιστα να εκτοπίσει τον θεωρούμενο ως φαβορί Τομ Χερντ, στέλεχος του βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών και συμμαθητή του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον στο κολλέγιο του Ήτον.
Γεννημένος στην Τρίπολη της Λιβύης το 1963, ο Ρίτσαρντ Μουρ, σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Χάρβαρντ υπηρέτησε σε διάφορα πόστα του Φόρεϊν Όφις, συμπεριλαμβανομένης της πρεσβείας στην Άγκυρα (ως επιτετραμμένος το 1990-1992 και ως πρέσβυς το 2014-2017) προτού καταλήξει Πολιτικός Διευθυντής του υπουργείου και αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας της βρετανικής κυβέρνησης.
Η Κύπρος τον γνωρίζει καλά, αφού συμμετείχε στη βρετανική αντιπροσωπεία στην άκαρπη (κατόπιν και βρετανικών ενεργειών) διάσκεψη του Κραν Μοντανά το 2017. Ο ίδιος με άρθρο του το 2015, υπό τον τίτλο "Cyprus: a time for fresh thinking?” συνόψισε, στο φόντο δύο ακαδημαϊκών σεμιναρίων επί του θέματος σε Βρετανία και Τουρκία, τη βρετανική υποστήριξη προς την άμεση επίτευξη μιας λύσης διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας, η οποία θα απομακρύνει από την ευρωπαϊκή και ευρύτερη ατζέντα το "εμπόδιο” του Κυπριακού.
Από αυτή την άποψη, δεν είναι παράδοξο που η πρώτη αποστολή στο εξωτερικό του Ρίτσαρντ Μουρ ως αρχηγού της MI6 περιλάμβανε την Άγκυρα. Άλλωστε, ως πρεσβευτής στην τουρκική πρωτεύουσα ο Μουρ είχε επιδοθεί σε μια εντατική προσπάθεια καλλιέργειας δημοσίων σχέσεων, εμφανιζόμενος ακόμη και σε τηλεοπτικά σόου μετά της συζύγου ή αποκτώντας ταυτότητα μέλους της ποδοσφαιρικής ομάδας Μπεσίκτας. Υπήρξε μάλιστα ο πρώτος ξένος αξιωματούχος ο οποίος κατονόμαστε το δίκτυο του εξόριστου ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν ως αυτουργό του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2017 στην Τουρκία.
Ήδη από το καλοκαίρι όταν έγινε γνωστός ο διορισμός του στην ηγεσία της ΜΙ6 αθρογράφοι, όπως ο Σερκάν Ντεμίρτας της Hurriyet Daily News προέβλεπαν σύσφιξη της συνεργασίας των βρετανικών και τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, ιδίως στον τομέα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας – φράση που ακούγεται ειρωνική, δεδομένης της εμπλοκής των δύο αυτών πλευρών στην ενίσχυση των ισλαμιστών ανταρτών που έδρασαν στη Συρία και όχι μόνο.
Σε κάθε περίπτωση, οι γεωπολιτικές προτεραιότητες της Βρετανίας του Brexit αντικειμενικά την ωθούν πιο κοντά στον έτερο μεγάλο παίκτη (και ΝΑΤΟϊκό σύμμαχο) στις πύλες της Ευρώπης.
Η επίσκεψη του Μουρ την περασμένη εβδομάδα (ακριβέστερα, στις 11 Νοεμβρίου) στο Προεδρικό Μέγαρο της Άγκυρας, όπου είχε συνεργασία με τον εξ απορρήτων του Ερντογάν, Ιμπραχίμ Καλίν επικεντρώθηκε, σύμφωνα με τουρκικές πηγές, στις εξελίξεις στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου Τουρκία και Δύση έχουν λόγους να ανησυχούν για τα κέρδη που κατέγραψε η Μόσχα με την εκεχειρία που διαμεσολάβησε, αλλά και την γενέτειρα του Βρετανού αρχικατασκόπου Λιβύη. Είναι επίσης αυτονόητο ότι τα "ζητήματα σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο” που τους απασχόλησαν άγγιζαν και την Κύπρο.
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι το ταξίδι του Μουρ στην γείτονα συνδυάστηκε και με αντίστοιχη επίσκεψη στο Κάιρο, μεγάλο περιφερειακό αντίπαλο της Τουρκίας. Το γεγονός ότι το καθεστώς Ερντογάν ανήκει στην ευρύτερη πολιτική οικογένεια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία ιδρύθηκε στην Αίγυπτο με την ενθάρρυνση των βρετανικών τότε αποικιακών αρχών και τώρα τελεί υπό απηνή διωγμό από το καθεστώς Σίσι, παραπέμπει σε κάποια πιθανή βρετανική διαμεσολάβηση για την προσέγγιση των δύο πλευρών.
Αλλά, βέβαια, τα ερωτήματα που γεννώνται είναι πολλά – και προορίζονται να μείνουν αναπάντητα. Όπως το γιατί ο Μουρ επέλεξε εν μέσω πανδημίας να πραγματοποιήσει τις επαφές του δια ζώσης, γιατί συναντήθηκε με τον Καλίν και όχι με τον ομόλογό του Χακάν Φιντάν της ΜΙΤ και γιατί η συνάντηση δημοσιοποιήθηκε δια του πρακτορείου "Αναντολού” σε όλα τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, ενώ τα βρετανικά τήρησαν απόλυτη σιγή όπως έγραψε για το Capital.gr ο Κώστας Ράπτης.