Η κάμερα κατέγραψε τη στιγμή που ο Μανουέλ Σάντσεζ, ο Εντουάρντο Ματέους και ο Αντόνιο Σάλας αντίκρισαν ξανά το φως της ημέρας κατά την έξοδό τους από το ανθρακωρυχείο στο Λεγκουαζάκουε σε απόσταση 120 χλμ. από την πρωτεύουσα της Κολομβίας Μπογκοτά.
Οι τρεις ανθρακωρύχοι εγκλωβίστηκαν σε βάθος 27 μέτρων κάτω από την επιφάνεια, όταν εκτροχιάστηκε το βαγονέτο τους το βράδυ της περασμένης Τετάρτης και προκάλεσε την κατάρρευση μιας σήραγγας. Προσπάθησαν να φθάσουν στην έξοδο του ανθρακωρυχείου Ελ Αλισάλ, αλλά βρήκαν το δρόμο μπλοκαρισμένο. Κάποια στιγμή μάλιστα το ηθικό τους κατέρρευσε κι αγκαλιάστηκαν πιστεύοντας ότι δεν θα ξαναδούν τους συγγενείς τους.
Κατά την έξοδό τους τους υποδέχθηκαν μέλη των οικογενειών τους και ο πρόεδρος της Κολομβίας Ιβάν Ντούκε, που είχε σπεύσει στο σημείο. «Δόξα τω Θεώ, αντέξαμε. Παίρναμε θάρρος ο ένας απ’ τον άλλο αλλά και από τους συναδέλφους μας απ’ έξω», δήλωσε ο 40χρονος Ματέους σε τοπικά ΜΜΕ. Ο συνάδελφός του, Σάντσεθ, χρησιμοποίησε μια από τις δύο μάνικες που ήταν συνδεδεμένες σε αντλία για να τραβήξει την προσοχή συναδέλφων του που βρίσκονταν εκτός του ανθρακωρυχείου. «Εγκλωβιστήκαμε και δεν υπήρχε διέξοδος. Γυρίσαμε πίσω, πήγαμε μέχρι το βάθος του ορυχείου, αλλά τίποτε. Υπήρχαν δύο μάνικες, η μία για πεπιεσμένο αέρα και μια άλλη και εγώ την έκοψα κι άρχισα να φωνάζω από το στόμιό της και τότε μου απάντησαν.»
Μέχρι να ολοκληρωθεί η επιχείρηση διάσωσης οι τρεις ανθρακωρύχοι έλεγαν ανέκδοτα και ιστορίες ή κοιμόντουσαν, ενώ απ’ έξω τους έστελναν τρόφιμα και νερό μέσω ενός σωλήνα. Ο 45χρονος Σάλας ζωγράφιζε την κορούλα του. Όταν βγήκε επί τέλους πρώτος από το ανθρακωρυχείο, είχε καλύψει τα μάτια του για να τα προστατέψει από την απότομη έκθεση στο φως της ημέρας. Ακολούθησαν ο Σάντσεζ και ο Ματέους κι όλοι τους μεταφέρθηκαν προληπτικά σε νοσοκομείο.