Την εικόνα μιας πανίσχυρης και δολοπλόκου Τουρκίας που κινεί τα διεθνή νήματα προβάλλουν τα τελευταία 24ωρα αρκετά (ελληνικά ως επί το πλείστον) μέσα ενημέρωσης.
Και ενώ οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν για την ανηθικότητα και τον δολοπλόκο χαρακτήρα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, πολύ λιγότεροι συνειδητοποιούν ότι η Άγκυρα βρίσκεται (με δική της ευθύνη) με την πλάτη στον τοίχο σ’ ένα από τα κρισιμότερα μέτωπα της εξωτερικής της πολιτικής: το συριακό.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετών συγκρούσεων στη Συρία, ο Ερντογάν πίστεψε ότι μπορεί (και προς στιγμήν κατάφερε) να εφαρμόσει την παραδοσιακή τουρκική πολιτική της ενεργητικής ουδετεροφιλίας ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Όπως είχε δοκιμάσει πρώτος στην εποχή του, ο Ατατούρκ και συνέχισαν οι Τούρκοι πολιτικοί και στρατηγοί στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου, αλλά και του Ψυχρού Πολέμου, ο Τούρκος πρόεδρος θέλησε να σταθεί ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα. Η τακτική απέδωσε για αρκετά χρόνια, αλλά, πλέον, φαίνεται να αγνοεί τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα που προέκυψαν στην περιοχή ύστερα από τη σταθεροποίηση του καθεστώτος Άσαντ στη Δαμασκό γράφει ο Άρης Χατζηστεφάνου στο Sputnik.
Το Ιντλίμπ, ως το τελευταίο προπύργιο των τζιχαντιστών στην περιοχή, αποτελεί πλέον μια χωροχρονική ανωμαλία με ορατή ημερομηνία λήξης. Όταν ακόμη και οι μοναρχίες του Περσικού Κόλπου, οι οποίες είχαν στηρίξει με κάθε μέσο τις ομάδες ακραίων ισλαμιστών, άρχισαν να προετοιμάζονται για την επόμενη ημέρα της κυβέρνησης Άσαντ, o Τούρκος πρόεδρος αρνούνταν να δει τη νέα πραγματικότητα. Συγκεκριμένα αθέτησε τις υποσχέσεις που είχε δώσει να απομονώσει τα πιο ακραία στοιχεία ισλαμιστών, θεωρώντας ότι θα μπορέσει να τους χρησιμοποιήσει σαν ανάχωμα στην επιρροή του Άσαντ. Παράλληλα, ήλπιζε να διατηρήσει επ’ αόριστο φυσική παρουσία τουρκικών δυνάμεων σε θύλακες της βόρειας Συρίας, με τις οποίες θα απέτρεπε την επανεμφάνιση του κουρδικού παράγοντα.
Η Ουάσιγκτον, από την πλευρά της, θέλησε να εκμεταλλευτεί αυτές τις επιδιώξεις του Ερντογάν και του τουρκικού κατεστημένου για να προκαλέσει ρήγμα στις σχέσεις της Άγκυρας με τη Μόσχα. Καθώς οι συγκρούσεις των τουρκικών δυνάμεων με τον συριακό στρατό κλιμακώνονταν, ο Τραμπ προσέφερε ένα μικρό καρότο στην Τουρκία με την υπόσχεση αποστολής στρατιωτικού εξοπλισμού. Ουσιαστικά, έκλεινε το μάτι στην Άγκυρα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι σε περίπτωση ανάγκης θα μπορούσε να στείλει το «ιππικό» του ΝΑΤΟ, όπως ζητούσε πλέον ανοιχτά η τουρκική πλευρά. Στο πλαίσιο της αμερικανικής στήριξης ο Τραμπ έστειλε στην Άγκυρα και την Κέλι Κραφτ, πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, η οποία λίγες ημέρες νωρίτερα είχε επισκεφθεί το Ιντλίμπ.
Η επαναπροσέγγιση Ουάσιγκτον-Άγκυρας, μπορεί να επιβεβαίωσε όσους υποστηρίζαμε ότι οι σχέσεις των δύο χωρών δεν θα οδηγηθούν σε οριστική ρήξη (όπως αφελώς πίστευαν κάποιοι στην Αθήνα), αλλά δεν ήταν αρκετή για να αλλάξει τα δεδομένα στην περιοχή. Το ΝΑΤΟ ήταν σαφές ότι δεν επιθυμούσε νέα εμπλοκή στην περιοχή, ενώ Αμερικανοί αξιωματούχοι άρχισαν να τα «μασάνε» ακόμη και για την αποστολή οπλισμού στην τουρκική πλευρά. Χωρίς, όμως, τις αμερικανικές «μπότες στο έδαφος», τα σχέδια του Ερντογάν μετατρέπονταν σε απειλή χωρίς αντίκρυσμα. Το συνεχές σλάλομ ανάμεσα στις υπερδυνάμεις είχε εξαντλήσει την αποτελεσματικότητά του.
Τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα στα πεδία των μαχών. Ο τουρκικός στρατός υπέστη τρομακτικές απώλειες δεδομένης της υπεροπλίας του απέναντι στις συριακές δυνάμεις. Τα πρώτα φέρετρα Τούρκων στρατιωτών, μάλιστα, έστελναν ένα σαφές μήνυμα προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης: Η Συρία θα μπορούσε να μετατραπεί στο Βιετνάμ της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η σπασμωδική αντίδραση της Τουρκίας να μετατρέψει το προσφυγικό ζήτημα σε εργαλείο εκβιασμού εναντίον της Ευρώπης, μπορεί να έχει τραγικές επιπτώσεις σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, αλλά εν τέλει είναι μια κίνηση απελπισίας από την πλευρά της Άγκυρας.
Αυτό που χρειαζόταν πλέον ο Ερντογάν ήταν έναν εύσχημο τρόπο αναδίπλωσης, για να μπορέσει να γλύψει τις πληγές του από μια δεκαετή περιπέτεια με άσχημο, γι’ αυτόν, τέλος.