Μετά από σχεδόν 50 χρόνια ένταξης στην ΕΕ και τρία χρόνια πικρού διχασμού σχετικά με το δημοψήφισμα για την έξοδο, η στιγμή της επίσημης αναχώρησης είναι ένα ιστορικό ορόσημο. Αλλά το να πούμε ότι οι Βρετανοί τελικά «πραγματοποιούν το Brexit», όπως ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον έχει ισχυριστεί ad nauseam, είναι απελπιστικά αισιόδοξο. Η Παρασκευή σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας και αβέβαιης φάσης του Brexit, όχι το τέλος του.
γράφει η Pippa Norris*
Η βρετανική κυβέρνηση έχει ακόμα να διαπραγματευτεί τους όρους των μελλοντικών της σχέσεων με την ΕΕ, ένα έργο τόσο περίπλοκο που πολλοί αμφιβάλλουν ότι μπορεί να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους, οπότε και θα επίκειται ακόμα μια απειλητική προθεσμία. Εν τω μεταξύ, η χώρα θα κολλήσει στο καθαρτήριο της ΕΕ, δεσμευόμενη από τους νόμους και τους κανονισμούς του μπλοκ, αλλά ανίκανη να τους διαμορφώσει. Οι εμπορικές συναλλαγές με άλλες χώρες παραμένουν προς σφυρηλάτηση. Και εγχωρίως, οι τοξικές επιπτώσεις του διχασμού [λόγω] του Brexit θα παραμείνουν -και δυνητικά θα αναμορφώσουν την πολιτική της Βρετανίας στα επόμενα χρόνια.
Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Το Γουέστμινστερ συμφώνησε να καταβάλει στις Βρυξέλλες έναν βαρύ λογαριασμό για το διαζύγιο, αλλά πέρα από αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των μελλοντικών σχέσεών του με την ΕΕ παραμένει άγνωστο. Οι προβλέψεις σχετικά με τους όρους μιας ενδεχόμενης διαπραγμάτευσης είναι συνήθως ριζωμένες περισσότερο στις ελπίδες και τους φόβους του ομιλητή παρά σε οποιαδήποτε πραγματική απόδειξη. Οι απαισιόδοξοι, όπως ο William Keegan, ένας αρθρογράφος της [εφημερίδας] The Guardian, προβλέπουν οικονομική καταστροφή για την παραγωγή και την γεωργία. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσφέρουν ηχητικά αποσπάσματα από τον Τσώρτσιλ για τα «ηλιόλουστα ορεινά» που βρίσκονται μπροστά, αλλά ήταν λιγότερο προετοιμασμένοι με λεπτομερή σχέδια για το πώς να διαχειριστούν την κυκλοφορία εμπορευμάτων, ανθρώπων και υπηρεσιών.
Τα δικαιώματα και η πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές των 2,7 εκατομμυρίων πολιτών της ΕΕ που έχουν υποβάλει αίτηση διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο παραμένουν ασαφή. (Υπάρχει μια συζήτηση για την υιοθέτηση συστήματος βαθμών [point system] για τους μετανάστες σύμφωνα με το αυστραλιανό και το καναδικό μοντέλο, αλλά δεν υπάρχει δημοσιευμένο σχέδιο). Η Downing Street εξέφρασε την αποφασιστικότητά της να εγκαταλείψει την τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά της ΕΕ και να χρησιμοποιήσει αυτή την ελευθερία για να επιτύχει νέες εμπορικές συμφωνίες, μεταξύ άλλων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση ελπίζει να διατηρήσει την εύκολη πρόσβαση στις αγορές από το κανάλι [της Μάγχης] μέσω μιας συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών «μηδενικών δασμών και μηδενικών ποσοστώσεων» με την ΕΕ, σύμφωνα με τον υπουργό του Brexit, Stephen Barclay. Βέβαια, οι Βρυξέλλες δεν ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν μια Σιγκαπούρη του Τάμεση στο κατώφλι τους -έναν υπερ-απορυθμισμένο ανταγωνιστή που θα υπονόμευε τις τιμές και τα πρότυπα της ΕΕ σε θέματα όπως τα δικαιώματα των εργαζομένων, η προστασία του περιβάλλοντος και η ασφάλεια των τροφίμων. Οι εμπορικές διαπραγματεύσεις θα είναι μακρές και αμφιλεγόμενες.
Για το Λονδίνο, μια παρατεταμένη διαδικασία σημαίνει προβλήματα. Αν ο Johnson αποτύχει να διαπραγματευθεί μια αμοιβαία ικανοποιητική συμφωνία με την ΕΕ μέχρι το τέλος του έτους, το Ηνωμένο Βασίλειο θα εξέλθει από το οικονομικό πλαίσιο της ΕΕ, με όλους τους κινδύνους ενός «σκληρού Brexit»: Δασμοί που θα πλήττουν τα βρετανικά αγαθά και τις υπηρεσίες, διαταραχθείσες αλυσίδες εφοδιασμού, και βουνά τελωνειακών εγγράφων, ενώ οι φράουλες του Kent και τα ολλανδικά λουλούδια θα σαπίζουν σε φορτηγά. Ακόμα και αν το χειρότερο σενάριο αποφευχθεί, το Brexit θα προκαλέσει δαπανηρή αναστάτωση στην βρετανική οικονομία. Όντως, το έχει ήδη κάνει˙ σύμφωνα με το Bloomberg Economics, το κόστος είναι σήμερα περίπου 170 δισεκατομμύρια δολάρια και θα φτάσει στα 260 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι τα τέλη του 2020 -περισσότερο από τις συνολικές πληρωμές του Ηνωμένου Βασιλείου στον προϋπολογισμό της ΕΕ για τα 47 χρόνια συμμετοχής της. Σε μια ειρωνική συστροφή της μοίρας, οι περιφέρειες που αναμένεται να πληγούν χειρότερα από την απώλεια των περιφερειακών ενισχύσεων της ΕΕ και από τους πιθανούς δασμούς στην πορεία, είναι τα υπέρ της εξόδου [από την ΕΕ] οχυρά στα Midlands και στην βόρεια Αγγλία. Βεβαίως, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει υπογράψει εμπορικές συμφωνίες με μια χούφτα χώρες, όπως ο Λίβανος, η Τυνησία και το Λιχτενστάιν -αλλά είναι απίθανο να αντισταθμίσουν την απώλεια της απεριόριστης πρόσβασης σε αγορές 450 εκατομμυρίων ανθρώπων πέρα από τη Μάγχη.
ΜΕΤΑΣΕΙΣΜΟΙ
Οι ρυθμίσεις με τις Βρυξέλλες μπορεί να είναι λιγότερο βεβαρυμμένες, τελικά, από τις ρυθμίσεις που η Βρετανία πρέπει να κάνει με τον εαυτό της μετά από όλη την ακαταστασία και την διαμάχη των ετών του Brexit. Η βρετανική πολιτική έχει την δυναμική να μεταμορφωθεί.
*Η Pippa Norris είναι καθηγήτρια στην Συγκριτική Πολιτική, στην έδρα Paul F. Maguire Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και συν-συγγραφέας, με τον Ronald Inglehart, του βιβλίου με τίτλο Cultural Backlash: Trump, Brexit, and Authoritarian Populism.