Η Τουρκία έχει εμπλακεί σε μία από τις σοβαρότερες διπλωματικές αντιπαραθέσεις της στην πρόσφατη ιστορία της, καθώς διακινδυνεύει τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα των αμερικανικών μαχητικών F-35 με την εμμονή της να παραλάβει τα ρωσικούς πυραύλους S-400 τον Ιούλιο. Υιοθετώντας αυστηρούς τόνους στο σχετικό αμερικανικό τελεσίγραφο, η Αγκυρα προανήγγειλε ότι θα απαντήσει στην επιστολή του υπηρεσιακού Αμερικανού υπουργού Αμυνας, Πάτρικ Σάναχαν, το ύφος της οποίας «απάδει» στο επίπεδο των συμμαχικών σχέσων ΗΠΑ - Τουρκίας, όπως ανέφερε.
Επιπλέον, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών επέκρινε το ομόφωνο ψήφισμα του Κογκρέσου, με το οποίο ζητούσε ουσιαστικά από την Αγκυρα να διαλέξει μεταξύ F-35 και S-400. Ωστόσο, η Τουρκία ήταν εκείνη που επέλεξε το 2017 να στραφεί στη Μόσχα, με το επιχείρημα ότι οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να της προμηθεύσουν τους πυραύλους Patriot. Η ιστορία είναι σύμφωνα με τους αναλυτές πιο σύνθετη. Οπως σημειώνει σε άρθρο του στην ισραηλινή «Τζερούσαλεμ Ποστ» ο αναλυτής Σιθ Τζ. Φράντσμαν, ΗΠΑ και Τουρκία υπήρξαν στενοί σύμμαχοι από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και όταν την επόμενη δεκαετία μπήκε στο ΝΑΤΟ αποφασίστηκε η κατασκευή της αμερικανικής βάσης στο Ιντσιρλίκ. Στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου αναπτύχθηκαν επίσης στην Τουρκία οι αμερικανικοί πύραυλοι Jupiter.
Από την οπτική γωνία της Τουρκίας, η Ουάσιγκτον ανέλαβε μεγάλο ρίσκο μέσω της πολιτικής της τόσο στο Ιράκ, τη δεκαετία του 1990 και αργότερα, όσο και στη Συρία. Αυτό που την εξόργισε ήταν η στήριξη των ΗΠΑ προς τις κουρδικές Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG), που μετέπειτα εντάχθηκαν στις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις, τον βασικό σύμμαχο της Ουάσιγκτον στην ανατολική Συρία κατά του ISIS. Η Τουρκία θεωρεί τον YPG μέρος του κουρδικού ΡΚΚ και τρομοκρατική οργάνωση.
Οι εντάσεις κλιμακώθηκαν μετά το 2015 όταν η εκεχειρία Τουρκίας - ΡΚΚ κατέρρευσε και η Τουρκία εξαπέλυσε ευρείας κλίμακας επιδρομές κατά της κουρδικής οργάνωσης, πρώτα στο εσωτερικό της χώρας και στη συνέχεια στο Βόρειο Ιράκ. Ακολούθησε η μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση στο Αφρίν της βορειοδυτικής Συρίας, όπου είχαν καταφύγει εκατοντάδες χιλιάδες Κούρδοι τον Ιανουάριο του 2018. Η προέλαση των τουρκικών δυνάμεων στη βόρεια Συρία είχε στόχο την υποστήριξη των Σύρων ανταρτών, κυρίως όμως τον έλεγχο της ισχύος των SDF και YPG. Το Μάιο του 2017, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου είπε στις ΗΠΑ ότι ο εξοπλισμός του YPG ήταν λάθος.
Η Τουρκία, το Ιράν και η Ρωσία ξεκίνησαν να συζητούν την προοπτική κατάπαυσης του πυρός στην Αστάνα του Καζαχστάν, τον Ιανουάριο του 2017.
Οι συνομιλίες υπήρξαν εποικοδομητικές, αποδεικνύοντας ότι η Τουρκία μπορούσε να στηρίζεται στη Ρωσία και στο Ιράν, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν λογική η καχυποψία προς τη Μόσχα, που υποστήριζε το καθεστώς Ασαντ.
Την ίδια στιγμή, η τοποθέτηση του πρώην Αμερικανού πρέσβη στην Τουρκία, Τζέιμς Τζέφρι στη θέση του ειδικού απεσταλμένου για τη Συρία είχε στόχο να εξομαλύνει τις σχέσεις Αγκυρας - Ουάσιγκτον και να βρει έναν τρόπο δημιουργίας μιας ζώνης ασφαλείας στα σύνορα Τουρκίας -Συρίας. Η Τουρκία ήταν πεπεισμένη ότι η στρατηγική της θα απέφερε καρπούς. Είχε εξάλλου νωρίτερα συνάψει συμφωνία με την κυβέρνηση Τραμπ για την απελευθέρωση ενός Αμερικανού πάστορα και οι ΗΠΑ είχαν ασκήσει πιέσεις στο Ισραήλ για την απελευθέρωση Τούρκου ακτιβιστή.
Μαξιμαλιστικές ελπίδες
Η Τουρκία έφτασε στο σημείο να πιστέψει ότι θα μπορούσε να πιέσει την Αμερική λίγο παραπάνω, να την οδηγήσει σε έξοδο από τη Συρία και πως ίσως θα μπορούσε να εξασφαλίσει τους Patriots και τους S-400, διατηρώντας παράλληλα τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα των F-35.
Η Τουρκία είναι εταίρος, με οκτώ εταιρείες της, στο πρόγραμμα από το 1999. Η Αγκυρα θεωρεί ότι οι αμερικανικές απειλές δεν είναι ρεαλιστικές. Οι Τούρκοι ιθύνοντες πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις στις ΗΠΑ έρχονται και παρέρχονται αλλά οι συμμαχίες μένουν. Το Πεντάγωνο, αντίθετα, φαίνεται πως εννοεί όσα απειλεί. Αυτόν τον μήνα ανέστειλε την εκπαίδευση των Τούρκων πιλότων και πριν από λίγες μέρες τούς «κατέβασε» από τα F-35. Ακόμη, ωστόσο, δεν έχει βρει έναν τρόπο η Ουάσιγκτον να απεμπλέξει την Τουρκία από το πρόγραμμα, αφού θα χρειαστεί να περιμένει ώς το 2020. Πάνω από 937 ανταλλακτικά κατασκευάζονται στην Τουρκία και 400 εξ αυτών αποκλειστικά στη γειτονική χώρα. Η Αγκυρα έχει διαβάσει προσεκτικά το συμβόλαιο και πιστεύει ότι έχει ένα ισχυρό όπλο στα χέρια της. Παρ’ όλα αυτά φήμες την εμφανίζουν να προσεγγίζει τη Ρωσία ή ακόμη και την Κίνα για να προμηθευτεί μαχητικά ή για να συμμετάσχει σε άλλα ρωσικά αμυντικά προγράμματα. Είναι σαφές ότι ΗΠΑ και Τουρκία είναι παγιδευμένες σε αυτήν την αντιπαράθεση και δύσκολα θα κάνουν πίσω.
Γιατί όμως επιμένει η Τουρκία στη μετωπική σύγκρουση; Πρώτον, επειδή έχει δεσμευθεί ότι θα παραλάβει τους S-400, δεν μπορεί να υποχωρήσει χωρίς να εκτεθεί. Παράλληλα, η Τουρκία έχει κι άλλες διεκδικήσεις από τις ΗΠΑ. Θέλει μία ζώνη ασφαλείας στην ανατολική Συρία, τις δυνάμεις του SDF μακριά από το Μανμπίτζ και ίσως το πράσινο φως για μία ακόμη μεγάλη επιχείρηση στα πρότυπα του Αφρίν. Παράλληλα, θέλει λιγότερες αντιδράσεις για τα ενεργειακά της σχέδια στην Ανατολική Μεσόγειο και πάνω από όλα την έκδοση του εξόριστου Τούρκου κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν.
Το ενδεχόμενο αποπομπής από το ΝΑΤΟ
Η Τουρκία προσφέρει συστηματικά πολλούς λόγους για την αποπομπή της από το ΝΑΤΟ, αλλά πολλοί Αμερικανοί αναλυτές θεωρούν ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να αντισταθεί σε αυτήν την παρόρμηση και να διαχωρίσει τον Ερντογάν από τη χώρα του, παρόλο που ο ίδιος συμπεριφέρεται ως άλλος Λουδοβίκος ΙΔ΄, ακολουθώντας το δόγμα «το κράτος είμαι εγώ». Σε άρθρο του στο National Interest, ο Τζέραλντ Φ. Χάιμαν, σύμβουλος του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών, υπενθυμίζει ότι, παρά την παντοκρατορία του Ερντογάν, οι πολιτικοί του αντίπαλοι διοικούν πλέον τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες περιοχές της χώρας (αν την επόμενη εβδομάδα επιβεβαιωθεί η νίκη της αντιπολίτευσης στην Κωνσταντινούπολη, φυσικά). Η αμφισβήτησή του έχει επεκταθεί και εντός του κυβερνώντος ΑΚΡ. Την ίδια στιγμή, όμως, ο τουρκικός στρατός είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στο ΝΑΤΟ μετά τον αμερικανικό. Η απομάκρυνση της χώρας από την Ατλαντική Συμμαχία θα πρέπει να γίνει ύστερα από μεγάλη σκέψη και αφότου έχουν εξαντληθεί όλες οι εναλλακτικές, προειδοποιεί ο Χάιμαν.