«Δεν ζούμε απλά υπάρχουμε. Εμείς και ο Αντρέας (σ.σ. πυροσβέστης σύζυγος της Μαργαρίτας) είμαστε τρία κομμάτια κρέας που απλά υπάρχουμε» είπε η μητέρα της Μαργαρίτας και συμπλήρωσε: «Εγώ δεν κάηκα αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Θα ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου…».
Αναφερόμενη στην ημέρα της φωτιάς η μάρτυρας περιέγραψε πως η κατάσταση ήταν απελπιστική. «Ένας μαύρος καπνός υπήρχε παντού, αέρας έντονος. Για να προστατευθώ είχα πάρει αγκαλιά μια κολώνα. Ψάχναμε μαζί με κόσμο και τον άντρα μου να βρούμε την Μαργαρίτα. Δεν απαντούσε. Κάποια στιγμή μάθαμε ότι η Μαργαρίτα με το μωρό είναι στην Αργυρά Ακτή με το μωρό. Τελικά ενημερωθήκαμε πως η Μαργαρίτα πήγε στον «Ευαγγελισμό». Περιμέναμε ενημέρωση από τους γιατρούς. Μετά από ώρα ήρθε ο Αντρέας με έβαλε σε μια καρέκλα να καθίσω, με αγκάλιασε και μου είπε ότι ο μπέμπης μας έγινε αγγελάκι. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι κάτι».
Σαν «σκηνικό» πυρηνικού πολέμου περιέγραψε το σπίτι της οικογένειας το επόμενο πρωί, συμπληρώνοντας πως «μετά από λίγο καιρό και αφού έγινε η κηδεία του μπέμπη είχα πάει στον Άγιο Εφραίμ να προσκυνήσω και επιστρέφοντας έζησα το ίδιο σκηνικό… Με έβαλαν σε έναν καναπέ και μου είπε ο Αντρέας ότι η Μαργαρίτα δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη. Η Μαργαρίτα όταν μπήκε στο ασθενοφόρο ζήτησε από τους διασώστες να υπαγορεύσει ένα γράμμα ότι ευχαριστεί εμάς και τον άντρα της και ότι μας αγαπάει. Η Μαργαρίτα και τόσοι άνθρωποι έφυγαν μαρτυρικά. Αν είχε εγκαίρως το λιμεναρχείο στείλει βάρκες ο μπέμπης μας θα τα είχε καταφέρει.
Στη δίκη κατέθεσε και ο πατέρας της Μαργαρίτας. «Κάνεις από εσάς δε πρόκειται να κατανοήσει αυτό που έζησα. Ήμασταν ανυπεράσπιστοι μας άφησαν να καούμε. Ούτε η πυροσβεστική, ούτε το λιμενικό ούτε η αστυνομία βάλανε ένα χέρι βοήθειας. Δεν υπήρχε τίποτα, κάνεις και οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν είναι κατηγορούμενοι. Αν τους είχαν εκτρέψει αντίθετα προς το Μαραθώνα θα είχαμε λιγότερους νεκρούς. Δεν υπήρχε ενημέρωση, δεν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης. Μας εγκατέλειψαν όλοι και μας εγκαταλείπουν ακόμη και σήμερα. Για να πετάξουμε τα αποκαΐδια με αμάξι του δήμου, έπρεπε να βρούμε λεφτά να πληρώσουμε το παράβολο».
Η συνεδρίαση έκλεισε με την κατάθεση του κ. Εμμανουήλ Τσαλιάγκου, υπαλλήλου στην πολιτική προστασία του Δήμου Ραφήνας, ο οποίος είδε πρώτος το καπνό και ειδοποίησε Δήμο και πυροσβεστική. «Ήμασταν στην υπηρεσία. Στις 16.40 είδαμε καπνό προς Νταού Πεντέλης. Ενημέρωσα ότι θα χρειαστούν εναέρια και ότι η φωτιά είναι μεγάλη» είπε ο μάρτυρας και συμπλήρωσε πως είδε μόνο ένα έρικσον να πετάει γύρω στις 17.15, αλλά και πως ο άνεμος ήταν πολύ ισχυρός και τα Καναντέρ δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν.