Ο Χαρίλαος Βασιλάκος ήταν ένας αστός με λαμπρή πορεία στον αθλητισμό ενώ μάλιστα αποτελούσε το μεγάλο φαβορί για τον Μαραθώνιο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων που επέστρεψαν το 1896 εκεί όπου γεννήθηκαν.
Στο τέλος του αγώνα και μετά από μία συγκλονιστική και κοπιώδη προσπάθεια εισέρχεται κατάκοπος στο κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο υπό τις ιαχές ενός ενθουσιώδους πλήθους. Φαίνεται ότι αυτή θα ήταν η στιγμή που θα άφηνε για πάντα το όνομά του στην αθλητική ιστορία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Σηκώνει τα χέρια ψηλά και πανηγυρίζει για να μάθει λίγα λεπτά μετά και αφού έχει πέσει στο πάτωμα από την εξάντληση, πως ο ίδιος δεν τερμάτισε πρώτος αλλά δεύτερος. Είχε προηγηθεί ο Σπύρος Λούης, ένας νερουλάς από το Μαρούσι ο οποίος τότε ήταν παντελώς άγνωστος στα αθλητικά πράγματα της χώρας.
Ο ίδιος έδειξε να αμφισβητεί από την πρώτη στιγμή τη νίκη του αντιπάλου του. «Πώς γίνεται να βγήκα δεύτερος; Δεν με προσπέρασε κανείς» δήλωσε και αναζήτησε τον νικητή προκειμένου να του ζητήσει τον λόγο. Τα λόγια του αποτυπώνονται στο βιβλίο «Ο Χαρίλαος Βασιλάκος και η αμφιλεγόμενη πρωτιά του Σπύρου Λούη» του McPhail.
«Πήγα αμέσως και βρήκα τον Λούη. Του είπα ότι αυτό που έκανε ήταν ανήθικο και άτιμο. Δεδομένου όμως του γεγονότος ότι δεν ήθελα να αμαυρώσω την ημέρα και να χαλάσω τους πανηγυρισμούς, δεν έκανα ένσταση. Ας τον κρίνει ο Θεός».
Το χρονικό της νίκης και ο θριαμβευτής Σπύρος Λούης
Την ημέρα του αγώνα, τον Μάρτιο του 1896, στον Μαραθώνιο συμμετείχαν 17 αθλητές από 5 χώρες. Ελπίδα όλων ήταν νικητής να είναι Έλληνας. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ενώ προπορεύονταν ένας Γάλλος και ένας Αυστραλός, καταρρέουν.
Λίγα λεπτά αργότερα, ακούγεται ένας κανονιοβολισμός. Σήμα ότι ο αθλητής που προπορεύεται είναι Έλληνας. Μέσα σε αποθέωση, εισέρχεται στον χώρο του Παναθηναϊκού Σταδίου ο Σπύρος Λούης. Κανείς δεν γνωρίζει τι έχει συμβεί στο ενδιάμεσο.
Φαίνεται ότι ο Βασιλάκος συνέχιζε να υποστηρίζει ότι καθόλη τη διαδρομή δεν είδε τον Λούη να τον προσπερνά. Θεωρούσε ως πιο πιθανό σενάριο ότι εκείνος ανέβηκε σε κάποιο κάρο κόβοντας δρόμο και τελικά προσπερνώντας τον ίδιο και τους άλλους μαραθωνοδρόμους.
Πέραν του Βασιλάκου, πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες της εποχής αμφισβήτησαν το αποτέλεσμα αδυνατώντας να πιστέψουν ότι ένας απλώς νερουλάς από το Μαρούσι είχε τόσο καλές επιδόσεις. Φαίνεται μάλιστα ότι ένας Ούγγρος αθλητής έκανε ένσταση για το γεγονός ότι ο τρίτος Μπελόκας ανέβηκε σε κάρο. Η ένσταση έγινε δεκτή.
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη για αυτή την κατηγορία. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις και φυσικά η μαρτυρία του Βασιλάκου. Εξάλλου, ο Σπύρος Λούης δεν ξαναγωνίστηκε ποτέ σε Μαραθώνιο. Αντιθέτως επέστρεψε στο Μαρούσι όντας ο απόλυτος λαϊκός ήρωας. Ασχολήθηκε με τη γεωργία και αργότερα έγινε χωροφύλακας.
Μάλιστα, στους περίφημους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 ο ίδιος παρήλασε με την ελληνική αποστολή και αρνήθηκε να χαιρετήσει ναζιστικά σε αντίθεση με τους περισσότερους.