Μετά την απόρριψη των ενστάσεων επί της έφεσης – καθώς κρίθηκε ότι αυτή είναι παραδεκτή, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία – το δικαστήριο άρχισε την εξέταση των συγγενών των θυμάτων της εθνικής τραγωδίας του 2018 στο Μάτι από τον Πολωνό Κορζενιόφσκι Ζάροσλαφτς, ο οποίος έχασε εκείνο το απόγευμα της 23ης Ιουλίου τη σύζυγο και τον μόλις εννέα ετών γιο του.
Το ζευγάρι των Πολωνών είχε έρθει για οικογενειακές διακοπές στη χώρα μας και διέμενε σε ξενοδοχείο της περιοχής.
Ο μάρτυρας συγκινημένος, με δάκρυα στα μάτια, περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες να σώσει την οικογένειά του όταν αντιλήφθηκε τον καπνό. «Πήγα στην οικογένειά μου να τους ενημερώσω ότι είδα τη φωτιά. Τους είπα ότι πρέπει να βάλουμε παπούτσια να πάμε στην πισίνα, στη θάλασσα για να σωθούμε. Με τη σύζυγό μου και τον γιο μου πήγαμε στο δωμάτιο, μπήκε καπνός στο ξενοδοχείο. Είπα στη σύζυγό μου να κατέβει γρήγορα από τις σκάλες. Δεν τους βρήκα. Μας έλεγαν να τρέξουμε στη θάλασσα. Πήγα στη θάλασσα. Ακολουθούσα όσους έτρεχαν. Γινόταν ένας τεράστιος χαμός, όλοι προσπαθούσαν να σωθούν. Βρήκα τους γνωστούς μου και τους ρωτούσα για σύζυγό και παιδί μου. Ακολούθησα τις οδηγίες τους γιατί πίστευα ότι θα βρω τη γυναίκα μου. Οι άνθρωποι ήταν στην πλαζ. Μια στιγμή είδα μια βάρκα στη θάλασσα. Είδα πολλούς ανθρώπους, ήταν η γυναίκα μου με τον γιο μου» περιέγραψε ο μάρτυρας.
Όπως είπε κλαίγοντας ο μάρτυρας, όταν τους είδε στη βάρκα είχε τη βεβαιότητα πως θα σωθούν. «Είδα τη γυναίκα μου να μου φωνάζει να μπω στη βάρκα αλλά φοβήθηκα μήπως από το βάρος ανατραπεί…Της είπα “θα τα καταφέρω μόνος μου να φύγετε εσείς”» είπε ο μάρτυρας ανακαλώντας στη μνήμη του πως τη στιγμή που τους είδε για τελευταία φορά δεν υπήρχαν πολλοί καπνοί.
Ο μάρτυρας κατέθεσε επίσης και για όσα έγιναν όταν έμεινε μόνος χωρίς την οικογένεια του στην παραλία.
«Έπεφταν δέντρα επάνω μας…Βλέπαμε μεγάλη φωτιά εκρήξεις, καίγονταν πολλά αυτοκίνητα… Έβλεπα ανθρώπους που καίγονταν, με φωτιά πάνω τους, πολλοί στο δρόμο δεν ξέρω αν ζούσαν ή όχι…» είπε στο δικαστήριο και επεσήμανε το γεγονός πως δεν υπήρχε κανείς να βοηθήσει από τον κρατικό μηχανισμό.
«Όλη την ώρα προσπαθούσα να βρω ανθρώπους από τις υπηρεσίες να βοηθήσουν δεν υπήρχε κανείς, ούτε πυροσβέστες, ούτε αστυνομία, ούτε αεροπλάνα. Μείναμε μόνοι μας» ανέφερε χαρακτηριστικά και κλαίγοντας εκτίμησε πως «σε περίπτωση που οι κρατικές υπηρεσίες λειτουργούσαν όπως έπρεπε δεν θα είχαμε τόσα θύματα και σήμερα θα είχα τη γυναίκα και το παιδί μου» είπε ο μάρτυρας.
Την επόμενη ημέρα ο μάρτυρας περιέγραψε πως έμαθα τα τραγικά νέα. «Δεν υπήρχαν ούτε πυροσβέστες ούτε αστυνομία ούτε λιμεναρχείο ήταν ένα χάος όλοι προσπαθούσαμε να σωθούμε μόνοι μας. Οι εκπρόσωποι των υπηρεσιών ήρθαν όταν η φωτιά έσβησε» τόνισε και στη συνέχεια φορτισμένος είπε πως «την επόμενη μέρα στη Ραφήνα είδα τις σορούς της συζύγου και του παιδιού μου. Είχαν πνιγεί».
«Μας έδωσαν τη σορό άλλου ανθρώπου αντί του πατέρα μου…»
Η επόμενη μάρτυρας που εξετάστηκε έχασε τους γονείς της. Πρόκειται για τη Βασιλική Κούκλα η οποία ενώ η φωτιά κατέβαινε προσπαθούσε να προσεγγίσει το σπίτι που έμεναν οι δύο ηλικιωμένοι γονείς της.
Η μάρτυρας περιέγραψε την προσπάθεια να επικοινωνήσει με την πυροσβεστική χωρίς αποτέλεσμα και τελικά όπως είπε μίλησε με το τοπικό Τμήμα Παλλήνης για να ζητήσει βοήθεια.
Δυστυχώς τα νέα που έμαθε η μάρτυρας το επόμενο πρωί πια ήταν τραγικά. «…Στις εννέα το πρωί ο ξάδελφος μου μου είπε πως μας ψάχνει η Πυροσβεστική γιατί βρήκαν τους γονείς μου απανθρακωμένους στην κουζίνα και πως πρέπει να πάω να υπογράψω. Όταν πήγα οι αστυνομικοί μου σύστησαν να μην μπω μέσα. Όλη μέρα είμαστε εκεί με τους γονείς απανθρακωμένους να περιμένουμε την Πυροσβεστική. Λίγες μέρες μετά την κηδεία, τηλεφώνησαν από την Πυροσβεστική και είπαν πως έγινε κάποιο λάθος και μας έδωσαν την σορό άλλου ανθρώπου αντί του πατέρα μου. Θέλανε να γίνει εκταφή κατόπιν συνεννόησης, χωρίς επίσημη ενημέρωση και χωρίς να γίνει επίσημη ταφή. Εννοείται αρνηθήκαμε. Έγινε εκταφή με εισαγγελική εντολή. Και το πριν και το κατά την διάρκεια και το μετά ήταν χωρίς κανέναν σεβασμό σε κανέναν μας. Δεν λειτούργησε τίποτε».