Τα έθιμα της Λαμπρής ποικίλλουν στη Μαγνησία, κυρίως τις ημέρες που προηγούνται του Αγίου Πάσχα και μερικά από αυτά έχουν ρίζες βαθειά στο παρελθόν, όπως στη Σκιάθο, την πατρίδα του κοσμοκαλόγερου της λογοτεχνίας μας Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αλλά και στον Βόλο που προσαρμόσθηκαν στις σύγχρονες απαιτήσεις της αστικής ζωής της πρωτεύουσας της Μαγνησίας.
Στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου, καθ' όλη την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, έχουν την τιμητική τους τα περίφημα τσιπουράδικα του Βόλου, αφού κατακλύζονται από κόσμο, ντόπιους και επισκέπτες για τις νηστίσιμες θαλασσινές λιχουδιές, ενώ τη Μεγάλη Παρασκευή είναι πλέον έθιμο, αμέσως μετά την περιφορά των Επιταφίων, να καταλήγουν όλοι σε κάποιο τσιπουράδικο, σε αντίστιξη της «μακαριάς», του γεύματος που προσφέρεται μετά την κηδεία.
Λίγο νωρίτερα, όλοι οι Επιτάφιοι των ναών του κέντρου του Βόλου, κατευθύνονται και συναντώνται στην κεντρική παραλία όπου ακούγονται ψαλμοί και το «...Ω γλυκύ μου έαρ».
Τη Μεγάλη Παρασκευή χιλιάδες πιστοί συρρέουν, στη μονή της Παναγίας Ξενιάς, στους πρόποδες της Όθρυος, όπου στον επονομαζόμενο λόφο του Γολγοθά, γίνεται πιστή αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης του Χριστού και στη συνέχεια ο ενταφιασμός του σε σπηλιά, που σφραγίζεται με βουλοκέρι, σύμφωνα με την παράδοση μέχρι την επόμενη μέρα της Ανάστασης. Το έθιμο καθιερώθηκε για πρώτη φορά το 1976,από τον τότε μητροπολίτη Δημητριάδος και στη συνέχεια Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο.
Στις Σποράδες και συγκεκριμένα στην Σκιάθο, ατμόσφαιρα κατάνυξης και πένθους χαρακτηρίζουν καθ' όλη την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας το νησί, αφού είναι ίσως η μοναδική περιοχή στην Ελλάδα όπου τηρείται το Αγιορίτικο Τυπικό, δηλαδή όπως ορίζεται και στις μονές του Αγίου Όρους, όσον αφορά την Ακολουθία του Επιταφίου.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, μέσα σε βαρειά ατμόσφαιρα, ο Επιτάφιος μεταφέρεται στους ώμους των ντόπιων, κατηφορίζει μέσα από τα πέτρινα καλντερίμια τα σοκάκια της παλιάς Σκιάθου γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα, ενώ ένας ντελάλης, που ονομάζεται προεξάρχων, ψάλλει και απαγγέλει τους θρηνητικούς ψαλμούς ως προπομπός του Επιταφίου που ακολουθεί.
Η περιφορά του Επιταφίου ξεκινά με το σούρουπο στο Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας όπου συγκεντρώνεται όλο το νησί, ακολουθεί με απόλυτη κατάνυξη η περιφορά μέσα στο δάσος και καταλήγει πάλι στον ναό, για να επιστρέψουν ακολούθως οι Σκιαθίτες στη Χώρα.
Η συγκέντρωση των Επιταφίων της Χώρας γίνεται στον Καθεδρικό των Τριών Ιεραρχών, στην πλατεία πάνω από το παλιό λιμάνι της Σκιάθου, εκεί όπου σήμερα η περιοχή είναι γνωστή σαν τα «Σκαλάκια με τις μαξιλάρες». Μαζεύονται οι πιστοί από όλες τις εκκλησιές της Χώρας, δηλαδή τους Επιταφίους του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας Λημνιάς και ακολουθούν με κεριά στα χέρια την περιφορά των Επιταφίων σε κάθε γωνιά της Σκιάθου.
Όλα τα σπίτια στo νησί είναι φωταγωγημένα, ενώ στις αυλές τα αναμμένα κεριά και το λιβάνι που καίει, αναδύει αρώματα, δημιουργώντας μία κατανυκτική ατμόσφαιρα.
Η περιφορά των Επιταφίων διαρκεί όλη τη νύχτα, μέχρι τα ξημερώματα και η επιστροφή στις εκκλησίες γίνεται γύρω στις 5.30 το πρωί. Εκεί πραγματοποιείται από τους ιερείς η αναπαράσταση της «εις Άδου Κάθοδος» του Χριστού και ενώ ψάλλεται το «Άρατε Πύλας», ο ιερέας ανοίγει χτυπώντας δυνατά την εξώθυρα του Ιερού Ναού.
Μερικές ώρες αργότερα, το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, οι πιστοί θα ξαναπάνε στην εκκλησία για τη Λειτουργία της Πρώτης Ανάστασης. Οι καμπάνες θα χτυπήσουν χαρμόσυνα σε όλο το νησί για να διαδώσουν σε κάθε μεριά της Σκιάθου τη νίκη της ζωής επί του θανάτου, ενώ ο ιερέας ραίνει τους πιστούς με φύλλα βάγιας, σύμβολο νίκης και θριάμβου.
Την Κυριακή του Πάσχα, σε όλο το νησί κυριαρχεί το γλέντι με το ψήσιμο του οβελία και συμμετέχουν ντόπιοι και επισκέπτες.