«Μοχλό πίεσης» για να μιλήσει θεωρεί ο Μιχάλης Δημητρακόπουλος, ένας εκ των δικηγόρων υπεράσπισης της Εύας Καϊλή, την απόφαση των βελγικών Αρχών να κρατήσουν μακριά το παιδί της ευρωβουλευτού, όπως αναφέρει σε συνέντευξή του στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera.
«Θεωρώ ότι μάλλον δεν της επέτρεψαν να δει το παιδί για να την πιέσουν να ομολογήσει, να παραδεχτεί ότι είχε διαπράξει κάτι» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Δημητρακόπουλος.
Την ίδια ώρα, ο συνήγορος της ευρωβουλευτού τόνισε πως δεν είναι η πρώτη φορά που η Εύα Καϊλή ζήτησε να συναντήσει το παιδί της.
«Οι βελγικές Αρχές αρνήθηκαν λόγω της μείωσης του σωφρονιστικού προσωπικού κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών».
Παράλληλα, ο κ. Δημητρακόπουλος υπενθύμισε πως στις 22 Δεκεμβρίου ο ανακριτής των Βρυξελλών, κ. Claise, δήλωσε ότι δεν διαθέτει τα στοιχεία που θα μπορούσαν να στηρίξουν την κατηγορία της δωροδοκίας κατά της ευρωβουλευτή.
«Ως δικηγόρος με 33 χρόνια εμπειρίας αναρωτιέμαι πώς ο κ. Claise αποφάσισε ότι η κ. Καϊλή θα πρέπει να παραμείνει υπό κράτηση στη φυλακή, όταν δεν υπάρχουν στοιχεία για τη βασική κατηγορία, όπως είναι αυτή της διαφθοράς» δήλωσε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Απαντώντας σε ερώτημα για τα χρήματα στο σπίτι της κ. Καϊλή, ο συνήγορός της είπε πως η ίδια έμαθε για αυτά αφότου συνελήφθη ο σύντροφός της Φραντσέσκο Τζόρτζι.
Αυτό, όπως είπε, «της προκάλεσε πανικό» και στη συνέχεια η κ. Καϊλή κάλεσε τον πατέρα της να πάρει τη βαλίτσα της κόρης της και τα μπιμπερό».
«Δεν γνώριζε τίποτα για το τι περιείχε η βαλίτσα, διότι δεν την είχε ανοίξει και δεν είχε ιδέα ότι περιείχε μετρητά» ανέφερε χαρακτηριστκά.
Επανέλαβε δε, ότι η Εύα Καϊλή δεν ήταν «ποτέ στην υπηρεσία του Κατάρ» ενώ αναφορικά με την πολιτική γραμμή είπε πως «ακολούθησε στην πολιτική γραμμή των Ευρωπαίων κεντρώων, όπως αυτή καθορίστηκε από τους Σαρλ Μισέλ και Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν.
Τέλος, αναφερόμενος στην ιχνηλάτηση χρημάτων στη Λατινική Αμερική από την Ελληνική αρμόδια αρχή, ο κ. Δημητρακόπουλος σχολίασε πως «είναι λυπηρό να βλέπουμε ότι περισσότερες από δύο εβδομάδες αφότου η τράπεζα δήλωσε επίσημα ότι πρόκειται για ψευδείς ειδήσεις και πλαστά έγγραφα, αυτές οι συκοφαντίες εξακολουθούν να κυκλοφορούν».