Σε κρίσιμο σημείο το ΕΣΥ, μπαίνονταςε στην τρίτη χρονιά πανδημίας, με τις ανάγκες του πληθυσμού να παραμένουν αυξημένες, ενώ το σύστημα αποψιλώνεται από υγειονομικούς που έχουν περάσει τα όρια της επαγγελματικής εξουθένωσης.
Στις κενές θέσεις των νοσοκομειακών γιατρών έρχονται τώρα να προστεθούν και οι παραιτήσεις ή οι μετακινήσεις τους, ελάχιστες από τις οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Της παραίτησης της λοιμωξιολόγου, διευθύντριας της Παθολογικής κλινικής από το νοσοκομείο Ρεθύμνου, είχε προηγηθεί το καλοκαίρι η παραίτηση του διευθυντή Χειρουργικής του ίδιου νοσοκομείου για πολύ σοβαρούς λόγους που σχετίζονταν με κακοδιοίκηση του νοσοκομείου, όπως αντίστοιχα κατήγγηλε και η λοιμωξιολόγος, όμως στη συνέχεια ανακλήθηκε.
Για περίπου 100 παραδείγματα που έχει άμεσα στη σκέψη του, έκανε λόγο ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) Πάνος Παπανικολάου, επισημαίνοντας ότι αντίστοιχες παραιτήσεις έχουν καταγραφεί σε διάφορα νοσοκομεία, σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ όλοι οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία λειτουργούν σε ρυθμούς επαγγελματικής εξουθένωσης εξαιτίας των δραματικών συνθηκών που προκαλούν οι ελλείψεις προσωπικού σε όλα τα νοσοκομεία.
Στόχος η Κρήτη
Ειδικά όμως στην Κρήτη, το πρόβλημα φαίνεται να είναι μεγαλύτερο, καθώς στον προγραμματισμό της Κυβέρνησης είναι η διατήρηση του Πανεπιστημιακού Ηρακλείου ως κεντρικού νοσοκομείου στο νησί, με όλα τα υπόλοιπα να αλλάζουν χρήσεις και να λειτουργούν ως μονάδες παροχής πρώτων βοηθειών. Όπως όλα δείχνουν, είπε ο κ. Παπανικολάου, πρώτα στο σχεδιασμό για υποβάθμιση είναι το νοσοκομείο Ρεθύμνου, ενώ θα ακολουθήσει το νοσοκομείο Αγ. Νικολάου – Σητείας – Ιεράπετρας και προανήγγηλε κινητοποιήσεις στο Ρέθυμνο με κάλυψη των γιατρών και από την Ομοσπονδία.
Επισημαίνουμε ότι σχετικές δηλώσεις για αλλαγή χρήσης των νοσοκομείων που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους, με ιδιαίτερο παράδειγμα τα νοσοκομεία του Λασιθίου, είχε κάνει πρόσφατα ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης. Επιπλέον, από φέτος ξεκινά και το πιλοτικό πρόγραμμα χρηματοδότησης των νοσοκομείων της Κρήτης μέσω των νοσηλίων (DRG) που θα πρέπει να πληρώνει ο ΕΟΠΥΥ για την περίθαλψη που παρασχέθηκε στους ασφαλισμένους του και σταδιακά η χρηματοδότηση να γίνεται χωρίς κρατική επιχορήγηση.
Το σύστημα των DRG επιτρέπει τη μέτρηση της απόδοσης των νοσοκομείων, μέσω μέτρησης της νοσοκομειακής δραστηριότητας και θα αποτελέσει τη βάση για τη χρηματοδότηση και την κατάρτιση προϋπολογισμών στα νοσοκομεία, αλλά και για την τιμολόγηση των νοσηλειών.
Εντατικοποίηση και ανισότητες στην υγεία
Σε ότι αφορά συνολικά το σύστημα υγείας, το πρόβλημα εντάθηκε πολύ περισσότερο με την πανδημία, με αποτέλεσμα οι γιατροί να εξαντλούνται σε ατέλειωτες εφημερίες, με τις πληρότητες στα νοσοκομεία να χτυπούν «κόκκινο» και ειδικά στα βασικά νοσοκομεία των περιφερειών να ξεπερνούν τη δυναμικότητά τους.
Οι γιατροί διαμαρτύρονται για τη δυνατότητά τους να παρέχουν την ενδεδειγμένη περίθαλψη στους ασθενείς αφενός, αλλά και για τα εξαντλητικά ωράρια που συνεχίζουν να πρέπει να καλύπτουν παρά την μέχρι σήμερα ύφεση της πανδημίας.
Και από την άλλη πλευρά, ορισμένα περιφερειακά νοσοκομεία αντιμετωπίζουν πολύ χαμηλή πληρότητα, συνήθως της τάξης του 30%, αν όχι λιγότερη, όπως έχει φανεί από μελέτη του ΕΚΠΑ. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του νοσοκομείου της Πτολεμαΐδας, όπου –σύμφωνα με πληροφορίες – η Εντατική για covid παρέμεινε χωρίς κανένα περιστατικό επί 200 ημέρες στη διάρκεια του 2022 και τις υπόλοιπες ημέρες του έτους κάλυψε μονοψήφιο αριθμό ασθενών.
Σε αντίθεση με άλλες ΜΕΘ, οι οποίες δεν είχαν θέση για ασθενείς με κοροναϊό που χρειάζονταν εντατική παρακολούθηση.
Δραματική υποβάθμιση στη Δ. Μακεδονία
Όπως επεσήμανε στο in.gr ο καρδιολόγος – εντατικολόγος, διευθυντής της ΜΕΘ του νοσοκομείου Κοζάνης Κώστας Στόκκος, «τα νοσοκομεία στη Δυτική Μακεδονία βρίσκονται στο έλεος του Θεού. Οι κλινικές αποδυναμώθηκαν, οι γιατροί εξουθενώθηκαν, οι νέοι γιατροί που ήρθαν ήταν λίγοι και έφυγαν, αφήνοντας και πάλι ακάλυπτα, τα κενά που είχαν δημιουργηθεί πριν την πανδημία.
Ειδικά σε ότι αφορά τις προκηρύξεις θέσεων, από το 2020 προκηρύχθηκαν μόλις δύο, η μία πληρώθηκε, η δεύτερη παρέμεινε άγονη και νεότερη προκήρυξη δεν ήρθε ποτέ.
Παραμένουν ακάλυπτες τουλάχιστον το 50% των οργανικών θέσεων οι οποίες καλύπτονται μερικά και περιοδικά από επικουρικούς ή κάποιους ιδιώτες. Για παράδειγμα, θέση γυναικολόγου στο νοσοκομείο Κοζάνης έχει να καλυφθεί από το 2010, οι δύο επικουρικοί ορθοπεδικοί δεν πραγματοποιούν χειρουργεία, στη ΜΕΘ έχουμε πρόβλημα γιατί υπάρχει έλλειψη αναισθησιολόγου, ενώ και ο δεύτερος εντατικολόγος θα φύγει. Αλλά και μέχρι τότε, εξαιτίας της έλλειψης αναισθησιολόγου (υπηρετεί μόνο ένας) οι εντατικολόγοι καλούμαστε πολλές φορές να εκτελούμε πράξεις της ειδικότητας της αναισθησιολογίας».
Όλα τα παραπάνω συγκροτούν ένα σκηνικό αφόρητης πίεσης για τους γιατρούς, οι οποίοι λειτουργούν καθημερινά με την αγωνία να καλύψουν αποτελεσματικά τους ασθενείς τους, αλλά ταυτόχρονα να μπορούν και οι ίδιοι να κρατήσουν τις δυνάμεις τους ώστε να μπορούν να συνεχίζουν το έργο τους. Όσο για ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής, ούτε λόγος.
«Φρένο» και στην εκπαίδευση
Το πρόβλημα όμως επεκτείνεται και στην εκπαίδευση των γιατρών. Παράγοντες των νοσοκομειακών γιατρών ανέφεραν περίπτωση γενικού γιατρού με μόνιμη θέση σε νοσοκομείο, ο οποίος ζήτησε να συνεχίσει την εκπαίδευσή του ως αναισθησιολόγος (είχε ολοκληρώσει 1,5 χρόνο ειδίκευσης παλαιότερα). Το ΚΕΣΥ την αρνήθηκε την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης στην ειδικότητα της αναισθησιολογίας, παρά τις ελλείψεις σε αναισθησιολόγους στη χώρα, ύστερα από αρνητικές εισηγήσεις της διεύθυνσης στην οποία υπηρετεί ο γενικός γιατρός και της αντίστοιχης υγειονομικής περιφέρειας.