Κοινωνία

Δίκη για φωτιά στο Μάτι: «Άφησα τη μητέρα μου να καεί για να σώσω την οικογένειά μου»

Το σκηνικό του χάους που επικρατούσε στο Μάτι, την πλήρη έλλειψη συντονισμού, ενημέρωσης και παρουσίας πυροσβεστικών, συνεχίζουν να αποτυπώνουν στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας, όπου συνεχίζεται η δίκη για τη φονική πυρκαγιά, συγγενείς θυμάτων και εγκαυματίες. Όπως προκύπτει από τις καταθέσεις τους, οι κάτοικοι μόνοι και αβοήθητοι προσπαθούσαν να σώσουν τις οικογένειές τους. Ποτέ κανείς δεν τους ειδοποίησε να εκκενώσουν τη περιοχή, ουδείς είδε πυροσβεστικές δυνάμεις να πλησιάζουν τη περιοχή. Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση του μάρτυρα Θανάση Μωραίτη, ο οποίος με λυγμούς περιέγραψε στο δικαστήριο, το τραγικό δίλημμα στο οποίο βρέθηκε. Αναγκάστηκε να αφήσει την 92χρονη μητέρα του μέσα στις φλόγες ενώ και ο ίδιος καίγονταν στην πλάτη του για να σώσει την οικογένειά του.

«Έχουμε ζήσει πολλές φωτιές στη περιοχή. Δεν είδα πουθενά κανένα πυροσβεστικό όχημα, όπως υπήρχαν παλιά… Κάποια στιγμή ακούσαμε από περιοίκους για κάποια φωτιά κοντά σε εμάς. Την είδαμε στην Καλιτεχνούπολη, ήταν αρκετά μικρή. Σκεφτήκαμε με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες ότι η Πυροσβεστική θα κάνει κάτι», είπε ο κ. Μωραίτης αρχίζοντας την κατάθεσή του στο δικαστήριο και συνέχισε: «Με άλλα λόγια η κατάσταση φαίνονταν στην αρχή ότι ήταν υπό έλεγχο. Δυστυχώς στις 5:50 πήρε διαστάσεις. Μετά από λίγο πέρασε ένα πυροσβεστικό αεροσκάφος που έκανε μια δυο ρίψεις και έφυγε. Δεν είδαμε κανένα πυροσβεστικό, καμία σειρήνα να μας ειδοποιήσει ότι η φωτιά πήρε διστάσεις. Όταν πέρασε η φωτιά τη Μαραθώνος σε 1,5 λεπτό είχε φτάσει το σπίτι μας. Είχαμε φορτώσει το αμάξι να φύγουμε. Δυστυχώς μέσα στον πανικό χάθηκαν τα κλειδιά του αυτοκίνητου και είχε κοπεί το ρεύμα. … Μπήκαμε στο αμάξι αλλά δεν έβρισκα τα κλειδιά και είπα στη γυναίκα μου και το παιδί να φύγουν και ότι εγώ θα μείνω πίσω να σώσω τη μητέρα μου, ήταν 92 ετών».

Συγκινημένος ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις προσπάθειες που κατέβαλλε για να βγάλει την ηλικιωμένη μητέρα του από το αυτοκίνητο, ενώ οι φλόγες τους είχαν περικυκλώσει. Είπε χαρακτηριστικά: «Προσπαθούσα να τη βγάλω από το αμάξι και είχε αρχίσει να καίγομαι στη πλάτη. Όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να την βγάλω, σκέφτηκα ότι είχα μια οικογένεια. Άφησα τη μητέρα μου να καεί για να σώσω την οικογένεια μου. Αυτή είναι μια κατάσταση που δεν πρέπει κανείς να ζήσει…».

Ακολούθως, ο κ. Μωραίτης περιέγραψε τα όσα βίωσε ο ίδιος και η οικογένειά του επί τρεις και πλέον ώρες όταν πια κατάφεραν να φτάσουν στη θάλασσα, όπου έβρεχε και εκεί, όπως είπε, φωτιά. «Πρόλαβα τους δικούς μου στην άκρη του δρόμου και τρέξαμε προς την παραλία.  Στην Λ. Ποσειδώνος είδαμε το πρώτο πυροσβεστικό αλλά εκεί που ήταν δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Φτάσαμε στην παραλία και μπήκαμε στο νερό. Άρχισε να βρέχει φωτιά. Αυτό κράτησε ένα μισάωρο. Υπήρχε φοβερά πυκνός καπνός και προσπαθούσαμε να ξεπλένουμε στο στόμα και ρουθούνια στη θάλασσα. Μείναμε έτσι τρεις ώρες», κατέθεσε ο κ. Μωραίτης για να προσθέσει: «Όταν μας παρέλαβαν τα καΐκια ήταν 9 το βράδυ. Μας φόρτωσαν και ήμασταν όλοι στην αρχή υποθερμίας. Μας έβγαλαν στη Ραφήνα. Δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο εκεί. Πήγα να δηλώσω τη μάνα μου στο Λιμεναρχείο στις 10 το βράδυ. Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι δεν ήξεραν για νεκρούς είναι ψέματα. Έχω χάσει πλέον την εμπιστοσύνη μου στο θεσμό του ελληνικού κράτους. Ζούμε σε ένα κράτος που δεν νοιάζεται για μας που κοστολογεί την ανθρωπινή ζωή με 10.000 ευρώ. Τοποθετεί ανθρώπους σε θέσεις ευθύνης και οι οποίο δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους. Κανείς μας δεν άξιζε να περάσει αυτό».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


Νωρίτερα, ο κ. Ορέστης Τζίντζας, ο οποίος βρήκε τη μητέρα του απανθρακωμένη μέσα στο αυτοκίνητο μαζί με ένα γείτονά της, μίλησε για μια τραγωδία που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι ο ίδιος βρίσκονταν στη Πάρο με την οικογένεια του για διακοπές και η μητέρα του στο Ν. Βουτζά. «Δεν υπήρχε καμία ενημέρωση των πολιτών για εκκένωση, είχαν καλέσει τη Πυροσβεστική και η απάντηση που πήραν ήταν: «Κάντε ότι νομίζετε»», είπε στην κατάθεσή του ο κ. Τζίντζας, μιλώντας στη συνέχεια για την απώλειά της μητέρας του: «…Μας είπαν ότι βρέθηκαν δυο πτώματα ένα στη θέση του οδηγού και ένα στη θέση του συνοδηγού. Ειδοποιήθηκα ότι η μητέρα μου και ο κ. Βασίλης ο γείτονάς μας είναι αγνοούμενοι. Μόνο ένα ελικόπτερο είδε η γειτόνισσα και αυτό έριξε μια φορά… Γύρισα το επόμενο το πρωί θεωρώντας ότι η μητέρα μου είναι αγνοούμενη…. Έδωσα δείγμα dna και έγινε η ταυτοποίηση. Ήταν μια τραγωδία που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, υπήρχε χρόνος να αντιδράσουν…».

Καταθέτοντας στο δικαστήριο ο κ. Δημήτρης Σιαπέρας, περιέγραψε τις προσπάθειες που έκανε για να σώσει τους γονείς του. Κατάφερε όπως είπε να διώξει τον πατέρα του από την περιοχή αλλά δεν συνέβη το ίδιο με τη μητέρα του, την οποία ξεκίνησε να ψάχνει με έναν συγγενή του γύρω από τα αποκαΐδια του σπιτιού τους. «Δεν ήταν απανθρακωμένη. Τη βρήκα αλλοιωμένη. Η φωτιά είχε περάσει τόσο γρήγορα…» είπε ο κ. Σιαπέρας.  «Πήγα στους πυροσβέστες για βοήθεια. Καμία απάντηση. Ο ξάδελφος μου είχε μιλήσει live στο δελτίο του Ant1 και είπε: «Βρήκαμε τη θεία μου απανθρακωμένη». Αυτό έγινε την ώρα που λέγανε ότι δεν υπήρχαν νεκροί, θέλω να το αναφέρω αυτό για την ιστορία», πρόσθεσε ο μάρτυρας για να σημειώσει πως ούτε το ΕΚΑΒ παραλάμβανε τη σορό της μητέρας του. «Μου είπαν ότι είχαν εντολή να μαζέψουν άλλες σορούς. Τους κατάφερα τελικά. Την πήγαν στο Σισμανόγλειο», ανέφερε.

Ακολούθησε η κατάθεση της κ. Κωνσταντίνας Σιαπέρα, η οποία μετέφερε στο δικαστήριο όσα της είπε για εκείνες τις ώρες ο πατέρας της, ο οποίος κατάφερε να γλυτώσει. «Κάποια στιγμή μίλησα με τον πατέρα μου και μου είπε «έχουμε καεί, έσωσα μια γυναίκα …». Ρώτησα που είναι η μητέρα μου. Μου είπε «δεν ξέρω»…. Κατάλαβα ότι κάτι είχε συμβεί», είπε η μάρτυρας και συνέχισε: «Άρχισα να τηλεφωνώ στα νοσοκομεία. Ο αδελφός μου πήγαινε ήδη προς το Νέο Βουτζά για να ψάξει. Ήξερα ότι αν η μητέρα μου ήταν στη ζωή θα μας είχε πάρει. Θυμόνταν όλα τα τηλέφωνά μας. Τη βρήκε ο αδελφός μου στο σπίτι του θείου μου ….Δεν είχε καεί, είχε περάσει το θερμικό κύμα και έτσι είχε πεθάνει. Αιτία θανάτου ήταν « θερμικά εγκαύματα».  Ρώτησα τον πατέρα μου γιατί δεν έφυγαν. Μου είπε ότι δεν τους ειδοποίησαν, ότι δεν υπήρχε κανείς. Ότι ζητούσε βοήθεια και δεν υπήρχε κανείς. Κανένα σχέδιο. Άδικα έφυγαν τόσοι άνθρωποι. Στη Κινέτα που ήταν η θεία μου είχαν πάρει εντολή για εκκένωση, δεν καταλαβαίνω γιατί τόσο διαφορετική ενημέρωση». 
 
Η δίκη συνεχίζεται με καταθέσεις και άλλων μαρτύρων.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ