Ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, κ. Νότης Μηταράκης και η υφυπουργός, κυρία Σοφία Βούλτεψη έστειλαν επιστολή στη βρετανική εφημερίδα Guardian , αναφορικά με δημοσίευμα που προβάλλει αλλοιωμένη εικόνα για το μεταναστευτικό στη χώρα μας και για τις συνθήκες διαβίωσης των Αφγανών που βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα μετά την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν.
Η επιστολή απαντά σε άρθρο της εφημερίδας με τίτλο «Η εξαθλίωση είναι σχεδόν αναπόφευκτη: Αφγανοί πρόσφυγες στην Ελλάδα έμειναν άστεγοι λόγω αποτυχημένου συστήματος» (‘Destitution is almost inevitable’: Afghan refugees in Greece left homeless by failed system), στο οποίο παρουσιάζεται η υπόθεση του Mohammad Ashraf Rasooli, ο οποίος μαζί με την οικογένειά του βρήκε καταφύγιο στην Ελλάδα την 1η Οκτωβρίου 2021 αποτελώντας μέρος μιας ομάδας 117 Αφγανών δικαστών και των οικογενειών τους. Κατά την άφιξή του στην Ελλάδα, του χορηγήθηκε βίζα και μεταφέρθηκε σε διαμέρισμα που τέθηκε στη διάθεση της οικογένειάς του.
Όπως ξεκαθαρίζεται στην επιστολή του κ. Μηταράκη και της κα. Βούλτεψη, «το άρθρο φαίνεται να συγχέει δύο ξεχωριστά ζητήματα, δηλαδή το νομικό καθεστώς και την υποδοχή που προσφέρεται σε αιτούντες άσυλο και την ένταξη των αναγνωρισμένων προσφύγων και, δυστυχώς στο τέλος δεν καταφέρνει να δώσει μία αντικειμενική εικόνα για κανένα από τα δύο».
Σημειώνεται δε ότι «το άρθρο δεν υπενθυμίζει επίσης στους αναγνώστες ότι πρόσφυγες, όπως ο κ. Rasooli, προσκλήθηκαν στην Ελλάδα από την Κυβέρνηση στο πλαίσιο ενός έκτακτου προγράμματος ανθρωπιστικής βίζας μετά την πτώση της Καμπούλ, όπου περισσότεροι από 800 Αφγανοί υπήκοοι, συμπεριλαμβανομένων γυναικών βουλευτών και δικαστών, έφτασαν με ασφάλεια στην Ελλάδα. Σε μια εποχή που πολλές άλλες χώρες περνούν μήνες ή και χρόνια εξετάζοντας τις αιτήσεις».
«Το Υπουργείο αποφάσισε να προσφέρει καταλύματα, συνήθως διαθέσιμα σε αιτούντες άσυλο, σε όλους όσοι γίνονται δεκτοί από το Αφγανιστάν, ανεξάρτητα από την απόφασή τους να αναζητήσουν διεθνή προστασία στην Ελλάδα», επισημαίνεται στην επιστολή και τονίζεται ότι «ως κάτοχος έγκυρης βίζας, ο κ. Rasooli δεν διατρέχει κανέναν απολύτως κίνδυνο σύλληψης. Είναι πράγματι λυπηρό αν ‘φοβόταν να βγει έξω σε περίπτωση που ελεγχθούν τα χαρτιά του’, αλλά ένας τέτοιος φόβος είναι αβάσιμος».
Αναφορικά με την υπόθεση του κ. Rasooli γίνεται σαφές πως: «επέλεξε να μην εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να υποβάλει αίτηση για άσυλο στην Ελλάδα νωρίτερα από 7 μήνες μετά την άφιξή του στην Ελλάδα. Αυτή η απόφαση είναι απολύτως σεβαστή. Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές είχαν λάβει οδηγίες να δώσουν προτεραιότητα στον χειρισμό υποθέσεων ασύλου Αφγανών που απομακρύνθηκαν από την πατρίδα τους. Η απόφαση του κ. Rasooli να μην υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία αμέσως μετά την άφιξή του δεν έθεσε σε καμία περίπτωση τον ίδιο ή την οικογένειά του σε αδιέξοδο, καθώς οι ελληνικές αρχές παρέτειναν την ισχύ της θεώρησής του για όλη την περίοδο. Ο κ. Rasooli και η οικογένειά του φιλοξενήθηκαν όλο αυτό το διάστημα σε ένα διαμέρισμα».
Όπως γίνεται σαφές, «με την αίτηση ασύλου, ο κ. Rasooli απέκτησε αυτόματα όλο το φάσμα των δικαιωμάτων που χορηγούνται στους αιτούντες άσυλο, συμπεριλαμβανομένου ΑΦΜ και αριθμού κοινωνικής ασφάλισης. Του επιδόθηκε θετική απόφαση εντός 90 ημερών από την αίτηση. Έκτοτε, συνεχίζει να διαμένει σε καταλύματα, συνήθως διαθέσιμα στους αιτούντες άσυλο, παρά το γεγονός ότι όσοι αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες υποχρεούνται να εγκαταλείψουν τέτοιο κατάλυμα 30 ημέρες από την αναγνώριση. Δεν έχει γίνει καμία ενέργεια από τις αρχές για την απομάκρυνση του ίδιου και της οικογένειάς του από το διαμέρισμα».
Κλείνοντας τη επιστολή αναφέρει: «Συνολικά, το εν λόγω άρθρο υπονομεύει σε μεγάλο βαθμό τις προσπάθειες που έχουν αναληφθεί τα τελευταία 3 χρόνια στη διαχείριση του ασύλου και της ένταξης από τις ελληνικές αρχές, παρά τους γνωστούς δημοσιονομικούς περιορισμούς και τις οικονομικές προκλήσεις».