Στις αρχές του 19ου αιώνα οι γιατροί στα Βρετανικά Νησιά αναζητούσαν θεραπεία για μια νόσο που διαδιδόταν ταχύτατα μεταξύ των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων: φοιτητές, καλλιτέχνες και συγγραφείς, μέλη της εύπορης αστικής τάξης που είχαν προσβληθεί από φυματίωση, άρχισαν να μεταβαίνουν οργανωμένα, κατόπιν ιατρικής υποδείξεως, στη Μεσόγειο – στην Κεντρική Ιταλία, στη Νότια Γαλλία, στα Επτάνησα – αναζητώντας ίαση στο εύκρατο κλίμα τους. Η ιδέα για τη δημιουργία σανατορίων ως χώρων περίθαλψης φυματικών είχε μόλις γεννηθεί.
Χρειάστηκαν αρκετές δεκαετίες για να μεταλαμπαδευτεί στην Ελλάδα. Ηταν το 1930 όταν αποφασίστηκε πως στην καταπράσινη εξοχή της Πεντέλης θα κατασκευαστούν με ιδιωτικές επενδύσεις μεγάλες νοσοκομειακές υποδομές για τους φυματικούς.
Χτισμένα στα πρότυπα των σανατορίων της Κεντρικής Ευρώπης και ενσωματώνοντας την αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου, τα κτίρια αυτά φιλοξένησαν την απελπισία αλλά και τις ελπίδες χιλιάδων φυματικών που έζησαν στους θαλάμους τους, όπως ο ποιητής Κώστας Ουράνης, και συνδέθηκαν με την πρόσφατη Ιστορία, όπως το Σανατόριο των Απόρων Φυματικών που έγινε καταφύγιο του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά την ίδρυσή τους, τα ιστορικά σανατόρια της Πεντέλης έχουν μετατραπεί σε άψυχα τσιμεντένια κουφάρια. Εγκαταλελειμμένα από χρόνια, χαμένα μέσα στα πεύκα, στερούνται οποιασδήποτε μνήμης, ακόμη και μιας ελάχιστης σήμανσης ως υπόμνησης του ένδοξου παρελθόντος τους.
Πάρκο ή γηροκομείο
Προτάσεις για την επανάχρηση αυτών των σανατορίων, που τη δεκαετία του ’30 μετέτρεψαν την Πεντέλη σε «ελληνικό Νταβός», κατέθεσε πρόσφατα μέσω του Κοινωνικού Ατλαντα για την Αθήνα ο ιστορικός Γιάννης Στογιαννίδης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αρχειονομίας και Βιβλιοθηκονομίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, ο οποίος έχει ασχοληθεί επισταμένως με τα σανατόρια της Αθήνας.
Ο ίδιος θεωρεί πως η χαμένη πολιτεία του Νοσηλευτικού Ιδρύματος Εργατών Θαλάσσης, του Σανατορίου Παπαδημητρίου, του Σανατορίου Απόρων Φυματικών αποτελεί τόπο κοινωνικής μνήμης που μπορεί να ενταχθεί ξανά στον αστικό ιστό.
«Αν η Αθήνα μετατρέπει πράγματι τις ανάγκες της σε ευκαιρίες, θα μπορούσε να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στα σανατόρια της Πεντέλης», λέει ο ίδιος μιλώντας στα «ΝΕΑ». «Αντίστοιχες περιπτώσεις συναντώνται στο εξωτερικό, με χαρακτηριστικότερη το εμβληματικό νοσοκομείο Sant Pau της Βαρκελώνης, το οποίο έχει μετατραπεί σε πολιτιστικό χώρο που θυμίζει την πρότερη χρήση του κτιρίου.
Βέβαια, θα ήταν υπερβολικό ένας χώρος τέτοιας έκτασης στην Πεντέλη να μετατραπεί σε πολιτιστικό χώρο, όμως θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα πάρκο για την τρίτη ηλικία, ως ένα σύγχρονο συγκρότημα γηροκομείων που θα αξιοποιεί τις υπάρχουσες υποδομές αλλά και την ευεργετική επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος. Ενα μέρος που θα συνδυάζει βόλτα, δραστηριότητες και περίθαλψη.
Είναι μια κίνηση που θα δώσει διέξοδο σε ένα μεγάλο πρόβλημα της σημερινής εποχής, το «τι κάνουμε με την τρίτη ηλικία». Και αν η επανάχρηση των βιομηχανικών κτιρίων συχνά ανακόπτεται από τις δυσκολίες που παρουσιάζει η διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων τους, στα μεγάλα νοσοκομειακά συγκροτήματα απουσιάζουν αυτές οι τεχνικές δυσκολίες. Τα σανατόρια είχαν ικανά ανοίγματα που επέτρεπαν στο ηλιακό φως να μπει στους θαλάμους των ασθενών», προσθέτει.
Ιστορική κληρονομιά
Εξηγώντας τι περιλαμβάνει αυτή η ιστορική κληρονομιά, ο κ. Στογιαννίδης επισημαίνει πως όταν μιλάμε για τα σανατόρια της Πεντέλης αναφερόμαστε «στο Σανατόριο Παπαδημητρίου που χτίστηκε στην περιοχή των Μελισσίων το 1930. Στο Σανατόριο Τσαγκάρη (πτέρυγα του πρώην Αμαλία Φλέμινγκ). Στο Σανατόριο Μπόμπολα, το οποίο χτίστηκε το 1937 στο πρότυπο ενός μεγάλου αυστριακού και ελβετικού σανατορίου. Επίσης, τη δεκαετία του ’40 ο Οίκος Ναύτου πήρε μια μεγάλη πρωτοβουλία και ανοικοδόμησε ένα νοσοκομείο χιλιάδων κλινών για τους φυματικούς ναύτες.
Ηταν ένα εντυπωσιακό έργο με σύγχρονες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό που μεταπολεμικά μετεξελίχθηκε σε νοσοκομείο νοσημάτων του αναπνευστικού και λειτούργησε μέχρι το 1974. Στους πρόποδες της Πεντέλης έχουμε επίσης ένα πιο μικρό σανατόριο, αυτό των Απόρων Φυματικών, που χτίστηκε ως αποτέλεσμα φιλανθρωπικής πρωτοβουλίας το 1936 και μετά από δύο χρόνια μετατράπηκε σε σανατόριο για τους δημοσίους υπαλλήλους και τις οικογένειές τους. Επίσης, δεν ξεχνάμε το Σισμανόγλειο Φυματικό Ινστιτούτο που ανεγέρθηκε το 1940 με δωρεά του Κωνσταντινουπολίτη Σισμάνογλου και πολλά μικρά ιδιωτικά σανατόρια που βρίσκονται διάσπαρτα στην Ανοιξη και στον Διόνυσο.
Ολα αυτά μετέτρεψαν, την εποχή εκείνη, τις πλαγιές του βουνού σε ένα φυσικό πάρκο με θεραπευτικές ιδιότητες. Παράλληλα, αποτέλεσαν μια απόπειρα απορρόφησης του συναλλάγματος που διέρρεε έως τότε στα σανατόρια άλλων χωρών. Ηταν ένα εκτεταμένο εγχείρημα που φαίνεται ότι πέτυχε, διότι πέρα από τα διαθέσιμα κεφάλαια είχε διατυπωθεί με αρκετή σαφήνεια το αίτημα περίθαλψης και απομάκρυνσης από τον δημόσιο χώρο των χιλιάδων φυματικών», λέει ο Γιάννης Στογιαννίδης.
«Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα περισσότερα καταλήφθηκαν από τις δυνάμεις Κατοχής και τις μεταπολεμικές δεκαετίες εντάχθηκαν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, ενώ μετά την τελευταία οικονομική κρίση τα περισσότερα διέκοψαν τη λειτουργία τους. Παρ’ όλ’ αυτά, η διατήρηση της μνήμης σε συνάρτηση με τον αστικό χώρο είναι μια υποχρέωση, την οποία δεν μπορούμε να αποποιηθούμε».