Ο εισαγγελέας ζήτησε την απαλλαγή του Δημήτρη Λιγνάδη για την τέταρτη υπόθεση, για την οποία ο μηνυτής δεν προσήλθε ποτέ στο δικαστήριο.
Στην αγόρευση του στο δικαστήριο ο εισαγγελικός λειτουργός αναφέρθηκε αναλυτικά και στις καταγγελίες σε βάρος του ηθοποιού και σκηνοθέτη και τα όσα προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία αναλύοντας ένα προς ένα τα περιστατικά.
Μάλιστα δικαιολόγησε πλήρως το γεγονός ότι υπήρξαν αλλαγές από τους καταγγέλλοντες στις ημερομηνίες των βιασμών.
«Το επίμαχο βράδυ δεν είχε προ ύπαρξη συζήτηση με σεξουαλικό περιεχόμενο. Με βάση όσα έχουν εκτεθεί από την κατάθεση του Αλί, «ήταν ένας εφιάλτης που δεν ήθελε να σκεφτεί», «δεν ήθελε να θυμάται τα περιστατικά». Είναι απολύτως λογικό να μη προσδιορίστηκε ορθά ο χρόνος του βιασμού καθως πρόκειται για μια εξαιρετικά επώδυνη πράξη. Δεν είναι τυχαίος ο χρόνος παραγραφής που προβλέπει ο ΠΚ δίνοντας τη δυνατότητα στους εγκαλούντες να απευθύνουν στις αρχές 15 χρόνια μετά, ενώ πλέον για τους ανήλικους ο χρόνος παραγραφής ξεκινά 1-3 έτη μετά την ενηλικίωση του θύματος. Ο νόμος αναγνωρίζει τη δυσκολία ενός ενηλίκου να προβεί σε καταγγελία ενός τόσο βάναυσου αδικήματος σε βάρος του» τόνισε ο εισαγγελέας σχετικά με την περίπτωση του πρώτου μηνυτή και επισήμανε πως δεν τίθεται ζήτημα αξιοπιστίας του μάρτυρα σχετικά με το που εργάζεται, αλλά δεν φέρει και κάποια βαρύτητα σε σχέση με το αδίκημα.
Όσο αφορά και την περίπτωση του δεύτερου μηνυτή ο οποίος μετά την καταγγελλόμενη σεξουαλική κακοποίηση του, διέμεινε για κάποιο διάστημα στο σπίτι του ηθοποιού και σκηνοθέτη, ο εισαγγελέας τόνισε πως αυτό συνέβη επειδή «ήταν ανήλικος και ένιωθε πως ο κατηγορούμενος ήταν το μόνο πρόσωπο που τον αποδεχόταν».
Σχετικά με το γεγονός ότι ο καταγγέλλοντας άλλαξε τις ημερομηνίες της εκδρομής στην Επίδαυρου όπου φέρεται να έλαβε χώρα και ο βιασμός, ο εισαγγελέας τόνισε πως «δεν είναι αδικαιολόγητος ο λάθος προσδιορισμός του διαστήματος. Το γεγονός ότι η εκδρομή στην Επίδαυρο πράγματι έλαβε χώρα είναι σημαντικό και αποδεικνύεται από τις καταθέσεις του φίλου του θυματος, του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου και δυο ακόμη ανθρώπων που τον είδαν εκεί. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε καταχώρηση του ονόματος του στο ξενοδοχείο απαντήθηκε από τον ιδιοκτήτη, ο οποίος εξήγησε ότι τότε δεν καταχωρούσαν ονόματα».
Σχετικά με τον τρίτο καταγγέλλοντα ο οποίος διέμενε για διάστημα επτά-οκτώ μηνών στο σπίτι του σκηνοθέτη ο εισαγγελέας τόνισε ότι «δεδομένων των περιστατικών βίας που έζησε στο περιβάλλον του, το θύμα πίστευε ότι ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να γίνει πιο βίαιος αν αντιδρούσε».
Στη συνέχεια, ο εισαγγελικός λειτουργός εξήγησε ότι «το γεγονός ότι δεν υπήρξε λεκτική αντίδραση δεν αναιρεί την άσκηση βίας σε βάρος του. Κατέθεσε ότι είχε παγώσει. Η σκέψη του ήταν ότι πρέπει να παραδοθεί γιατί δεν ξέρει τι θα συμβεί μετά». Μάλιστα, συμπλήρωσε ότι στο συγκεκριμένο περιστατικό βιασμού υπήρξε και μάρτυρας, ενώ για την παραμονή του στο διαμέρισμα για μήνες μετά, εξήγησε ότι αδυνατούσε να φύγει, αφού δεν είχε που να πάει. «Το θύμα προερχόταν από κακοποιητικό περιβάλλον, στερούνταν τα στοιχειώδη μέσα διαβίωσης, ήταν ανήλικος και απόλυτα εξαρτημένος από τον κατηγορούμενο που του εξασφάλιζε τη διαβίωση».
Για τον τέταρτο καταγγέλλοντα ο εισαγγελέας στηλίτευσε το γεγονός ότι δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο και είπε ότι εγείρονται ερωτήματα για την αξιοπιστία του. «Το πρόσωπο αυτό αν και έχει διαταχθεί η νησί προσαγωγή του δεν ήρθε ποτέ να καταθέσει. Οι αποδείξεις διεξάγονται επ ακροατηρίω. Όχι στην τηλεόραση και τα μέσα ενημέρωσης. Αποδείχτηκε επίσης ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο δούτε διέμενε στην διεύθυνση που δήλωσε. Εγείρονται αμφιβολίες για την αξιοπιστία του και τη βασιμότητα όσων έχει καταγγείλει. Οι αμφιβολίες λειτουργούν υπέρ του κατηγορουμένου» τόνισε ο εισαγγελέας.
Ο εισαγγελέας αποδήμησε πλήρως και τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης. Σχετικά με την κατάθεση της Ελένης Κούρκουλα, που είδε σκευωρία πίσω από τις καταγγελίες και καταφέρθηκε σε βάρος των μηνυτών κάνοντας λόγο για «αστείες προσωπικότητες», αλλά και του αδελφού του Γιάννη Λιγνάδη, ο οποιος αν και είχε στενή σχέση με τον αδελφό του, δεν γνώριζε τα ερωτικά του, ο εισαγγελέας είπε: «οι μάρτυρες δεν μπορούσαν να γνωρίζουν τι συμβαίνει στο σπίτι του όταν δεν ήταν παρόντες». Περιορισμένης αποδεικτικής αξίας έκρινε την κατάθεση της Γ.Κ, «ιδιαιτέρως εξαιτίας του τρόπου που διεκόπη η επικοινωνία της με τον κατηγορούμενο».
Επιπλέον σχετικά με τους ισχυρισμούς Λιγνάδη περι σκευωρίας σε βάρος του, ο εισαγγελέας ανέφερε: «Ακόμη και αληθών υποτιθέμενων των ισχυρισμών του κατηγορουμένου για την κόντρα με το ΣΕΗ και το Εθνικό δεν είναι αρκετό αυτό. Ακόμα και ο μάρτυράς του Διονύσης Παναγιωτάκης είπε ότι δεν έχει ικανό το ΣΕΗ για κάτι τόσο μεγάλο. Δεν προέκυψε οργανωμένο σχέδιο για να στέφουν κατά της υπουργού πολιτισμού, η οποία καμία αναφορά δεν έκανε σε σκευωρία».
Σε μία γενικότερη τοποθέτηση περί των καταγγελιών ο εισαγγελικός λειτουργός επισήμανε «τα θύματα του βιασμού δεν έχουν φύλλο, καταγωγή και κοινωνικό στάτους. Ότι ο κατηγορούμενος ήταν αναγνωρίσιμος δεν αναιρεί τη διάπραξη. Τα θύματα λόγω ανηλικότητας, καταγωγής και οικογενειακής κατάστασης, ήταν εύκολος στόχος γιατί διασφάλιζαν τι σιγουριά ότι δεν θα αποκάλυπταν τι συνέβη. Η αναγνωσιμότητα και η λάμψη δεν αναιρεί την ανάγκη ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής».
Παράλληλα, ο εισαγγελικός λειτουργός συμπλήρωσε ότι «κοινός παρανομαστής ήταν η ικανοποίηση της σεξουαλικής του ορμής. Κοινό χαρακτηρισμό το περιβάλλον των παθόντων. Εκείνος καλλιεργούσε σχέσεις εμπιστοσύνης και ότι θα βοηθούσε στην επαγγελματική τους ανέλιξη».