Φόβοι για φαύλο κύκλο αίματος στην Κρήτη μετά τη δολοφονία του 22χρονου, με τις αστυνομικές αρχές να είναι σε πλήρη ετοιμότητα για την αποτροπή νέων βίαιων πράξεων.
Ο φόβος για βεντέτα έχει θέσει σε ετοιμότητα τις αστυνομικές δυνάμεις στην περιοχή από την πρώτη στιγμή που διαπράχθηκε το έγκλημα, ώστε να προλάβουν τα «ζεστά αίματα». Την Παρασκευή απολογείται ο δράστης της δολοφονίας, ο οποίος διώκεται για ανθρωποκτονία από πρόθεση.
«Ούτε θυμάμαι πόσες έριξα, ούτε θυμάμαι πού έριξα». Αυτά τα λόγια φέρεται να χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων, στην προανακριτική απολογία του ο 44χρονος που κατηγορείται ότι πυροβόλησε και σκότωσε τον 22χρονο Κωστή Χαριτάκη το απόγευμα της Κυριακής στον Αργουλιό Μυλοποτάμου.
Ο 44χρονος ο οποίος διώκεται για ανθρωποκτονία από πρόθεση αναμένεται, μετά την προθεσμία που πήρε να απολογηθεί την ερχόμενη Παρασκευή.
Σύμφωνα με πληροφορίες στους αστυνομικούς της Ασφάλειας Ρεθύμνου, φέρεται να περιέγραψε όσα έγιναν το απόγευμα της Κυριακής, στον μικρό οικισμό του Μυλοπόταμου και τα τρία διαφορετικά επεισόδια που είχαν κατάληξη το έγκλημα, αναφέρει το protothema.gr.
Μεταξύ άλλων, φέρεται να δήλωσε «συγκλονισμένος γιατί μια ανθρώπινη ζωή έφυγε» και ανέφερε πως «είναι κάτι που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα συνέβαινε σε εμένα».
Είπε ότι την Κυριακή βρέθηκε στον Αργουλιό για το μνημόσυνο του πατέρα του μαζί με την σύζυγο και τα δύο παιδιά τους και ότι αυτός έμεινε για να τακτοποιήσει τις δουλειές που είχε σχετικά με τα πρόβατά του, όπως έκανε καθημερινά. Σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες, στην προανακριτική απολογία του περιγράφει με λεπτομέρειες αρχικά τις δύο πρώτες συναντήσεις που είχε εκείνο το απόγευμα με τον 22χρονο.
Φέρεται να υποστηρίζει ότι το πρώτο επεισόδιο έγινε μεταξύ του Κωστή Χαριτάκη και του αδελφού του, τον οποίο - κατά τους ισχυρισμούς του - έβριζε με χυδαίες εκφράσεις ο 22χρονος. Αναφέρει πως προσπάθησε να ηρεμήσει τον αδελφό του, λέγοντας του «γύρευε την δουλειά σου».
Το δεύτερο επεισόδιο -πάντα κατά τον 44χρονο - έγινε περίπου μια ώρα αργότερα, όταν ο ίδιος και ο αδελφός του θέλησαν να πάνε με το αυτοκίνητο στα πρόβατα ο πρώτος και στο αμπέλι ο δεύτερος. Σε αυτό το επεισόδιο, όπως λέει, επαναλήφθηκαν οι χυδαίες ύβρεις από τον νεαρό και μάλιστα - όπως υποστηρίζει - αυτή την φορά δεν πρόλαβε να συγκρατήσει τον αδελφό του, ο οποίος «πετάχτηκε» από το όχημα και πιάστηκε στα χέρια με τον 22χρονο. Αυτή την φορά, κατά τον 44χρονο, ήταν ο αδελφός του θύματος που επενέβη για να λήξει το επεισόδιο, το οποίο κράτησε λίγα λεπτά. Υποστηρίζει ακόμα πως ο ίδιος και ο αδελφός του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους λόγω της ταραχής τους και μάλιστα, για να μην αναγκαστούν να συναντηθούν και πάλι με τον νεαρό Χαριτάκη έκαναν ένα μεγάλο κύκλο.
Η τρίτη και μοιραία συνάντηση του θύματος με τον 44χρονο, όπως φέρεται να είπε προανακριτικά ο τελευταίος, έγινε μετά από περίπου μια ώρα, όταν περνώντας έξω από το σπίτι της αδελφής του 22χρονου, τον είδε να έχει σταματήσει την μητέρα του και να της απευθύνει χυδαία λόγια (στα οποία αναφέρεται αναλυτικά). Επισημαίνει μάλιστα ότι αντιλήφθηκε τον αδελφό του θύματος να του λέει «τι σου φταίει η γυναίκα και τη βρίζεις».
Αναφέρει ότι πήγε λίγα μέτρα παρακάτω για να κάνει στροφή με το όχημα και επιστρέφοντας η μητέρα του είχε ήδη απομακρυνθεί. Εκείνη ήταν η ώρα που ο ίδιος δέχτηκε έναν ακόμα «καταιγισμό» ύβρεων αλλά και απρεπών κινήσεων από τον 22χρονο. Τότε σκοτείνιασαν τα μάτια μου και το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι να παίρνω από το ντουλαπάκι του αμαξιού ένα παλιό όπλο που είχα για την προστασία των προβάτων μου από άγριους σκύλους και να πυροβολώ κατά του αθυρόστομου και χυδαίου υβριστή των ιερών και οσίων της οικογένειάς μου. «Ούτε θυμάμαι πόσες έριξα, ούτε θυμάμαι πού έριξα, ούτε τι έκανα εγώ» φέρεται να ανέφερε ο 44χρονος και καταλήγει λέγοντας: «Κάποια στιγμή ξύπνησα από το λήθαργό μου και άκουσα τον πατέρα του Χαριτάκη να καταριέται. Έβαλα μπροστά το αμάξι κι έφυγα».
Ο αδερφός του θύματος κάνει λόγο για μία έχθρα που κρατάει πολλά χρόνια και ο πόνος που νιώθει τον κάνει να λέει σκληρά πράγματα που ωστόσο δεν τα εννοεί. «Δέκα χρόνια τους παλεύω, θα μπουν εκεί που είναι ο αδελφός μου. Απαιτώ από τον ίδιο τον δολοφόνο να βγει και να πει τον λόγο… Δεν μπορώ να καταλάβω… Προσπαθώ… Δεν μπορώ να καταλάβω…».
Όπως λέει από τα 10 σπίτια του χωριού, το φονικό αυτό έκλεισε τα πέντε. Όλα άλλαξαν τη στιγμή που ο 44χρονος πάτησε τη σκανδάλη. «Δεν ξαναξημερώνει καλή μέρα για μένα… Θα έρθουν στο χωριό και; Τι θα πούμε; Καλημέρα;… Σήμερα για μένα είναι η τελευταία μέρα», λέει ο αδερφός του θύματος.