Στον χώρο έχουν μεταφερθεί και 7 βαγόνια, τα οποία θα μετατραπούν σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα ενώ σκοπός είναι, τουλάχιστον το κτίριο του παλιού σταθμού, να είναι έτοιμο να λειτουργήσει ως καφέ, τον Αύγουστο.
«Θέλουμε να λειτουργήσουμε τον ξεχασμένο σταθμό με άλλους όρους, δημιουργώντας, εκτός από τα καταλύματα, θερινό σινεμά, παιδότοπο και παρατηρητήριο πουλιών, διοργανώνοντας εκδρομές στη γειτονική προστατευόμενη περιοχή των Αλυκών Κίτρους και αναβιώνοντας γενικότερα τον σταθμό, που αποτέλεσε μέρος της γραμμής, η οποία συνέδεε σιδηροδρομικά τη Θεσσαλονίκη με την Αθήνα», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αλέξανδρος Τίλλας, ο οποίος έχει μισθώσει τον χώρο και τα κτίσματα από τη ΓΑΙΟΣΕ.
Η μετατροπή του σταθμού έχει ξεκινήσει εδώ και περίπου δύο χρόνια και πραγματοποιείται µε ήπιες παρεµβάσεις και σεβασµό στην αισθητική και αρχιτεκτονική ταυτότητα, τόσο του χώρου του σταθµού όσο και του γειτονικού υγροτόπου. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Λευτέρη Μουμουλίκα, ο οποίος έχει την επίβλεψη του έργου, «για τις ανακατασκευές επιλέγονται πολλές φορές κάποια από τα υπάρχοντα υλικά, όπως πλακάκια αρχών του 19ου αιώνα της «πλακοποιίας Μεφσούτ» και τούβλα από το πλινθοκεραμοποιείο «Τσαλαπάτα».
«Χρησιμοποιούμε, όσο το δυνατόν περισσότερο, τα υπάρχοντα υλικά ώστε να ανακυκλωθούν στη νέα κατασκευή και με ήπιες παρεμβάσεις από νέα υλικά να κρατήσουμε τον χώρο όσο πιο γνήσιο και αυθεντικό ώστε να παραπέμπει στην εποχή που λειτουργούσε πραγματικά ο σταθμός. Έτσι, στη δομή των κτιρίων έχουν προστεθεί παλιά τούβλα του σταθμού, κεραμίδια και ξύλα από τις σκεπές ακόμη και παλιές σιδερένιες ράγες ως υποστυλώματα, προκειμένου να διατηρηθεί αυτή η ομοιομορφία των κτιρίων».
Σταθμός «Αλυκή»
Έξω από το κτίριο του σταθμού με τη χαρακτηριστική επιγραφή «Αλυκή», που λειτουργούσε ως εκδοτήριο και χώρος αναμονής των ταξιδιωτών, δεσπόζει τώρα ένας άξονας βαγονιού και ένα παλιό γρανάζι. Στη μελέτη των εκμισθωτών προβλέπεται εντός του κτίσματος να δημιουργηθούν οι κοινόχρηστοι χώροι της επιχείρησης όπως η υποδοχή (reception), σαλόνι, αίθουσα πρωινού- φαγητού, κουζίνα, αποθήκη που θα εξυπηρετεί την κουζίνα και χώρος αποθήκευσης αποσκευών πελατών.
Μπροστά από το κτίριο, δίπλα από τις παλιές γραμμές του σιδηρόδρομου και κάτω από το υπάρχον υπόστεγο, το οποίο θα συντηρηθεί, θα αναπτυχθούν τραπεζοκαθίσματα, ενώ στο δώμα του κτιρίου θα δημιουργηθεί παρατηρητήριο πουλιών καθώς, λόγω της γειτνίασης με τον υδροβιότοπο των Αλυκών που βρίσκεται σε περίπου 500 μέτρα απόσταση, υπάρχει μεγάλος αριθμός ορνιθοπανίδας.
Sensory room για άτομα με αυτισμό
Στα σχέδια των ιδιοκτητών περιλαμβάνεται και η μετατροπή ενός παλιού, βοηθητικού κτίσματος του σταθμού, σε χώρο ήπιων αισθητηριακών ερεθισµάτων (sensory room), κατάλληλα διαµορφωµένο για τη φιλοξενία ατόµων στο φάσµα του αυτισµού. Παράλληλα, θα λειτουργούν χώροι σεμιναρίων ψηφιδωτού και κεραµικής, διεξαγωγής συνεδρίων και εκδηλώσεων µικρής κλίμακας.
Για τον Αλέξανδρο Τίλλα, η αναβίωση του σταθμού και η μετατροπή του σε μια ήπια τουριστική μονάδα αποτελεί μια ευκαιρία ανάδειξης της περιοχής των Αλυκών, που «είναι τουριστικά ανεκμετάλλευτη παρά την ιδιαίτερη φυσική ομορφιά της και είναι ενταγμένη στο πρόγραμμα Natura 2000».
«Η περιοχή της Αλυκής Κίτρους βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τους μεγάλους αρχαιολογικούς χώρους της κεντρικής Μακεδονίας (Δίον- Βεργίνα- Πέλλα) και με τον Όλυμπο σε μόλις 40 χιλιόμετρα προς τα νοτιοδυτικά. Σε μικρή απόσταση βρίσκεται και η Θεσσαλονίκη (60χμ) και μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά βρίσκεται και η φημισμένη περιοχή των Μετεώρων. Σε απόσταση μόλις 300 μέτρων από το μισθωμένο μας αγροτεμάχιο βρίσκεται η λιμνοθάλασσα των Αλυκών Κίτρους. Στη νότια και νοτιοδυτική πλευρά της λιμνοθάλασσας εκτείνονται αλμυρόβαλτοι, όπου φιλοξενούνται σπάνια πουλιά (φλαμίνγκο και άλλα)», περιγράφει.
Η πρόσβαση προς την τουριστική μονάδα, όπου μάλιστα θα δημιουργηθεί και λαχανόκηπος για την παραγωγή βιολογικών προϊόντων, θα γίνεται μέσω δρόμου μήκους περίπου 50 μέτρων, ο οποίος διασταυρώνεται με τον παραλιακό δρόμο Αλυκών- Κορινού.
Όπως αναφέρεται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η ομάδα πίσω από την «Αλυκή» αποτελείται από τους Αλέξανδρο Δηµητρίου, Αλέξανδρο Τίλλα και Λευτέρη Μουµουλίκα και τις Μαρία Δερδεβάνη και Σµαράγδη Λαµπρινού. Το έργο έχει ενταχθεί στο πρόγραµµα «Ενίσχυσης της Ίδρυσης και Λειτουργίας Νέων Τουριστικών Μικροµεσαίων Επιχειρήσεων» του ΕΣΠΑ.