Το πρώτο περιπολικό βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν όταν το Αστυνομικό Τμήμα Σαντορίνης δέχτηκε και μία δεύτερη τηλεφωνική κλήση, ακόμη πιο ανατριχιαστική. “Ελάτε γρήγορα, ένας άνδρας γεμάτος αίματα περπατάει στο δρόμο, κρατώντας στο ένα χέρι ένα κουζινομάχαιρο και στο άλλο ένα κομμένο κεφάλι”.
Πράγματι, ο 31χρονος μάγειρας είχε πάρει το κεφάλι της συζύγου του και περιφερόταν έξαλλος έξω απ’ το σπίτι του, φτάνοντας μέχρι και σε απόσταση 500 μέτρων απ’ αυτό. Προηγουμένως είχε αποκεφαλίσει το σκυλί τους και το είχε πετάξει απ’ το μπαλκόνι. Αυτό είχε προκαλέσει και την πρώτη κλήση στην αστυνομία.
Το δεύτερο περιπολικό που θα φύγει θα έχει στις θέσεις του τρεις δόκιμους αστυφύλακες, οι οποίοι δεν οπλοφορούν. Πέντε αστυνομικοί συνολικά, θα φτάσουν σχεδόν ταυτόχρονα και στην έξοδο του χωριού θα δουν τον συζυγοκτόνο να περιφέρεται με το κεφάλι της 25χρονης και με ένα μεγάλο μαχαίρι.
Ο αρχιφύλακας θα βγάλει το όπλο του και θα του φωνάξει να παραδοθεί. Ο άντρας θα πέσει στο έδαφος και θα βάλει τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη, προσποιούμενος ότι παραδίνεται. Οι αστυνομικοί θα τον πιστέψουν. Ο πρώτος που θα τον πλησιάσει όμως θα δει το μαχαίρι του να περνά εκατοστά απ’ το πρόσωπό του.
Του φωνάζουν ξανά να παραδοθεί και για εκφοβισμό, ένας απ’ τους δύο ένοπλους αστυνομικούς θα ρίξει στον αέρα. Εκείνος θα συνεχίσει την προσπάθειά του να το σκάσει και τότε θα δεχτεί δύο σφαίρες.
Δεν καταλαβαίνει όμως τίποτα, βρίσκεται σε αμόκ. Θα πέσει κάτω και μόλις τον πλησιάσουν οι αστυνομικοί, θα σηκωθεί ξαφνικά, και θα τραυματίσει τον έναν με το μαχαίρι του στα χείλη.
Στη συνέχεια θα πετάξει το κεφάλι της γυναίκας του μέσα στο τζιπ των δόκιμων, οι οποίοι όπως είπαμε και προηγουμένως, ήταν άοπλοι. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.
Θα κάτσει πίσω απ’ το τιμόνι και θα αρχίσει να οδηγεί τραυματισμένος και εκτός εαυτού στους δρόμους της Θήρας. Οι αστυνομικοί θα ειδοποιήσουν τον διοικητή τους. Θα πάρει το τρίτο περιπολικό του τμήματος κι ένα ακόμη ασφαλίτικο και θα φύγει αμέσως για το χωριό όπου είχαν συμβεί όλα αυτά, τον Βουρβούλο.
Ο δράστης, είναι ακόμα στο δρόμο και λίγα λεπτά αργότερα θα περάσει στο αντίθετο ρεύμα και θα πέσει πάνω σε ένα μηχανάκι που οδηγούν δύο γυναίκες, δύο 26χρονες γιατροί που έκαναν το αγροτικό τους στο νησί. Η μία κοπέλα θα εκτοξευθεί περίπου 15 μέτρα μακριά. Θα τραυματιστεί σοβαρά.
Λίγο αργότερα, οι αστυνομικοί θα καταφέρουν να τον εντοπίσουν, και προκειμένου να τον σταματήσουν θα πέσουν πάνω του με το περιπολικό.
Ο δράστης θα προσποιηθεί τον τραυματισμένο και μόλις τον πλησιάσουν για άλλη μία φορά θα σηκωθεί και θα τους επιτεθεί.
Θα προσπαθήσει να αρπάξει το υπηρεσιακό περίστροφο του ενός και ως αντίποινα θα δεχτεί δύο πυροβολισμούς στα πόδια.
Μια 20χρονη Ελληνίδα τουρίστρια, που έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα θα τραυματιστεί ελαφρά στο πόδι από τον εξοστρακισμό της μίας σφαίρας.
Ο δράστης είναι ακόμα ζωντανός. Έξι σφαίρες και όμως αναπνέει ακόμα. Θα τον μεταφέρουν με στρατιωτικό αεροπλάνο στην Αθήνα και στη διαδρομή οι νοσηλευτές θα τον ακούσουν να προσεύχεται. Μετά από πολλές ημέρες στο νοσοκομείο, οι γιατροί θα καταφέρουν να του σώσουν τη ζωή.
Πώς φτάσαμε όμως σε όλα αυτά; Τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη μέρα στο σπίτι του ζευγαριού;
Ο Θάνος Αρβανίτης και η Άντα Καρκαλή είχαν παντρευτεί έναν χρόνο πριν στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου καταγόταν η νύφη. Πήραν την απόφαση να μετακομίσουν στη Σαντορίνη, μόλις της ήρθε ο διορισμός ως δασκάλα, στο δημοτικό σχολείο του Ακρωτηρίου.
Βρήκαν σπίτι στον Βουρβούλο και ο σύζυγος άρχισε να εργάζεται σε ξενοδοχείο στο Ημεροβίγλι ως μάγειρας. Οι γείτονες θα τον περιγράψουν ως ένα κλειστό και ευέξαπτο άντρα, σε αντίθεση με την κοπέλα που θα λέει τα καλύτερα για εκείνον σε όσους γνωρίζει. Τα βίαια ξεσπάσματα του, ήταν αυτά που τού κόστισαν και την προηγούμενη δουλειά του.
Ο Θανάσης Αρβανίτης είχε χρόνια προβλήματα ψυχωτικής φύσης, είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική και είχε κριθεί ακατάλληλος για στράτευση. Ο ψυχίατρος που τον παρακολουθούσε μέχρι το 2003, θα τονίσει αργότερα ότι όφειλε να λαμβάνει τη φαρμακευτική του αγωγή συστηματικά.
Όπως όμως έγινε γνωστό ο δράστης, μετά τη γνωριμία του το 2003 με το μελλοντικό του θύμα, σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακά του χωρίς να ενημερώσει και τον γιατρό που τον παρακολουθούσε αργότερα.
Το απόγευμα τις 3ης Αυγούστου του 2008, οι γείτονες ειδοποίησαν την αστυνομία ότι γινόταν μεγάλος καβγάς στο σπίτι του αντρόγυνου. Από ό,τι μαθεύτηκε μετά, η Άντα Καρκαλή ήταν εξοργισμένη με την απόφαση του άντρα της να φύγει από τη δουλειά του. Αργότερο θα γίνει γνωστό στο δικαστήριο ότι ο δράστης βγήκε εκτός εαυτού την ώρα που εκείνη του έδειχνε το άδειο τραπεζικό τους βιβλιάριο.
Θα πιάσει το σκυλί τους, θα το αποκεφαλίσει και θα το πετάξει απ’ το μπαλκόνι. Η γυναίκα θα αρχίσει να ουρλιάζει. Ο ιατροδικαστής θα πει αργότερα ότι δεν είχε σημάδια άμυνας, πράγμα που σημαίνει ότι αιφνιδιάστηκε τελείως. Είχε δέκα μαχαιριές στο κορμί της και οι επτά επήλθαν μετά τον θάνατό της. Το ανατριχιαστικό όμως είναι ότι το κεφάλι της το έκοψε όσο ήταν ακόμη ζωντανή.
Στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Μυτιλήνης όπου δικάστηκε τον Δεκέμβριο του 2009, θα περιγράψει με λεπτομέρειες το έγκλημα, με τη δικηγόρο του να υποστηρίζει ότι ο κατηγορούμενος έπασχε από σχιζοφρένεια. Το δικαστήριο όμως έκρινε ότι είχε πλήρη καταλογισμό.
Ο Θάνος Αρβανίτης θα ακούσει ήρεμος τα ισόβια που του επιβλήθηκαν καθώς και την καταδίκη του σε κάθειρξη 25 ετών κατά συγχώνευση για απόπειρα ανθρωποκτονίας ενός αστυνομικού και δύο γιατρών και σε φυλάκιση δέκα ετών για τις υπόλοιπες κατηγορίες μεταξύ των οποίων οπλοφορία, οπλοχρησία, περιύβριση νεκρού κλπ.
Το 2013, στο Εφετείο της Σύρου, θα υποστηρίξει ότι δεν θυμόταν τίποτα από εκείνη την ημέρα. Οι εφέτες δεν θα τον πιστέψουν και τίποτα δεν θα αλλάξει από την πρωτόδικη ποινή του.